Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Η ΔΥΣΚΟΛΟΚΑΤΑΚΤΗΤΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ (10 07 2009)

Θεωρούμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος υπερέχει κάθε άλλης οντότητας στον πεπερασμένο κόσμο μας. Αυτή η υπεροχή ερείδεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που αδυνατούμε να τα εντοπίσουμε στα ζώα. Πέρα από τη γλώσσα, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι και το γέλιο. Μόνο οι άνθρωποι γελάνε, εκτός αν πρόκειται για κινούμενα σχέδια: εκεί και τα ζώα εξανθρωπίζονται. Γνωστή είναι και η σκηνή στο «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, όπου δυο καλόγεροι ερίζουν για την αξία και τη χρησιμότητα του γέλιου στον (χριστιανό) άνθρωπο.
Το γέλιο βέβαια, αυτή η αρχέγονη διάχυση των συναισθημάτων, εκτός από την προφανή ευχαρίστηση που εκφράζει, προσφέρει και μύρια όσα πλεονεκτήματα στον τομέα της υγείας, όπως διατείνονται οι σχετικοί επιστήμονες: διοχετεύεται περισσότερο οξυγόνο στον οργανισμό, ενεργοποιούνται μέχρι και 400 μύες του σώματος, σαν να πρόκειται για γυμναστική. Υπολογίζεται ότι αν μπορούσαμε να γελάμε συνεχώς για μια ώρα, θα καίγαμε 500 θερμίδες! Τέλος, το γέλιο συνδέεται και με την έκκριση ουσιών στον εγκέφαλο (ενδορφίνες), που γενικότερα σχετίζονται με την ευεξία μας. Με αυτά τα επιστημονικά δεδομένα γίνεται αντιληπτό ότι κάποιος με αυξημένη την αίσθηση του χιούμορ διαθέτει και πιο γερό ανοσοποιητικό σύστημα.
Νομίζω όμως, ότι θα πρέπει να γίνει μια – πρόχειρη - διάκριση στα είδη του γέλιου, στον τρόπο με τον οποίο γελάμε. Άλλο είναι το συμβατικό μειδίαμα ή χαμόγελο, άλλο το τυπικό γέλιο με μη πετυχημένα αστεία (πρέπει όμως να γελάσεις για να μην προσβάλεις τον κρύο αστειευόμενο – εκτός αν του έχεις το θάρρος να τον αποπάρεις) και άλλο το γέλιο με την καρδιά σου, το γέλιο μέχρι δακρύων. Για αυτό το τελευταίο μάλλον μιλάνε οι επιστήμονες, όταν αραδιάζουν τα παραπάνω πορίσματα και αυτό πρέπει να είναι και ο στόχος μας.
Είναι εύκολο όμως να το πετύχουμε; Κατ’ αρχάς πρέπει να βρούμε το κατάλληλο πρόσωπο. Όλοι μας μέσα στον περίγυρο γνωρίζουμε τα λίγα εκείνα ταλαντούχα άτομα που έχουν το χάρισμα με μια κουβέντα, έναν μορφασμό, μια κίνηση να προκαλέσουν το γέλιο. Σίγουρα τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα κοινωνικά, περιζήτητα στις παρέες και με πολλούς φίλους, γιατί ένα τέτοιο άτομο έχει τη δυνατότητα να σε κερδίσει όταν το γνωρίσεις και να αποζητάς τη συντροφιά του. Κάπως έτσι σχηματίζονται και οι παρέες από τα παιδικά – αλλά κυρίως – από τα νεανικά χρόνια, όταν δηλαδή είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την ποιότητα του χιούμορ, αλλά και την αξία των στιγμών γέλιου που θα απολαύσουμε. Κάθε παρέα έχει τον – κυριολεκτικά μιλώντας και χωρίς ίχνος προσβολής – γελωτοποιό της.
Οι άνθρωποι αυτοί με τον τρόπο τους, που έχει δοκιμαστεί σε πορεία χρόνων και πιστοποιείται το ταίριασμα των χνώτων, θεωρώ ότι είναι οι μόνοι που θα μπορούν σε όλη μας τη ζωή να μας προκαλούν τρανταχτό γέλιο, όσο βρισκόμαστε γύρω τους. Γιατί δε συμβαίνει το ίδιο, όταν μιλάμε για το χιούμορ ή την αίσθηση του κωμικού στο θέατρο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Εκεί πολλές φορές υπάρχει ασυνέχεια. Γεγονός είναι ότι σήμερα δε μπορούμε να γελάσουμε με τον Αριστοφάνη π.χ. όπως γελούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Λογικό, αφού οι κοινωνίες απέχουν χρονικά και τα συμφραζόμενα εν πολλοίς δεν ταυτίζονται, όπως και η αίσθηση του κωμικού. Εξαιρούνται δυο-τρεις καλές στιγμές και δυο – τρεις καλοί ηθοποιοί που με το όνομά τους παίρνουν πάνω τους το έργο. Ο Χάρρυ Κλυνν θα μπορούσε ίσως να είναι ο Αριστοφάνης του σήμερα.
Εδώ, θα μου πεις, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκαρδιστούμε (σχεδόν ούτε να χαμογελάσουμε) με πολλές τηλεοπτικές σειρές που στην εποχή τους προκαλούσαν σάλο. Ποιος γελάει σήμερα με το «Ρετιρέ» ή τις «Τρεις Χάριτες»; Μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα ο Νεοέλληνας έκανε τόσα βήματα, εξελίχθηκαν πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής, ώστε οι νεότεροι να μη μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα και πράγματα, πόσο μάλλον να γελάσουν με αυτά. Λαμπρές εξαιρέσεις οι τηλεοπτικοί – και σχετικά «επίκαιροι» – «Απαράδεκτοι» και «Οι παντρεμένοι έχουν ψυχή».
Τα πράγματα διαφοροποιούνται προς το θετικό, όσον αφορά στις παλιές ελληνικές κωμωδίες του κινηματογράφου(της δεκαετίας του ’80 ας τις αφήσουμε καλύτερα). Με κορυφαίους τους πράκτορες «Θ.Β.» του απίστευτα πρωτοποριακού Βέγγου και τον «Ζήκο» (τον μπακαλόγατο) του αξεπέραστου Χατζηχρήστου στο «Της Κακομοίρας», προκαλούν το γέλιο, όσες φορές κι αν τις δεις, εξίσου με την πρώτη φορά. Οι ηθοποιοί αυτοί των ασπρόμαυρων και πρώτων έγχρωμων ελληνικών ταινιών μάλλον θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των χαρισματικών ατόμων που μας ξεκαρδίζουν εις το διηνεκές, καθώς στους δύο παραπάνω αναγκαστικά προστίθενται ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης, ο Παπαγιαννόπουλος και ο Κωνσταντάρας. Αυτές οι γενιές των ηθοποιών είχαν εξαιρετικές στιγμές, όμως λόγω και την εμπορευματοποίησης, είχαν και αντίστοιχα πολλές κρυάδες - αποτυχίες.
Έχω την αίσθηση ότι για να κατορθωθεί τρανταχτό γέλιο, προϋπόθεση είναι η καλή διάθεση, άρα και η έλλειψη σκοτούρας και υποχρεώσεων. Συνεπώς, η νιότη είναι η κρίσιμη περίοδος εκείνη της ζωής που παρέχει τα εχέγγυα – και τα εφόδια που θα χρειαστούν στο μέλλον - για ένα καλό γέλιο. Ας σκεφτούμε από πότε έχουμε να γελάσουμε μέχρι δακρύων. Από συγκεντρώσεις στα φοιτητικά σπίτια με την παρέα, τους «κολλητούς», που δεν έγιναν «κολλητοί» αβασάνιστα, αλλά με τη δύναμη της αίσθησης του χιούμορ να συνιστά βασικό παράγοντα. Γέλια μέχρι πονόλαιμο και πονόκοιλο στις ρετσινοποιήσεις με την ίδια –απαρέγκλιτα- σύνθεση. Και μετά από τόσα χρόνια, εξίσου δυνατό γέλιο μπορούμε να γευτούμε μόνο με την επανάληψη τέτοιων στιγμών: είτε έργω, είτε λόγω (σαν ανάμνηση).
Σε μικρές κοινωνίες, όπως η δικιά μας, ασυγκράτητο γέλιο μπορεί να προκληθεί και με τα μασάλια του παλιού καιρού: ιστορίες με πρωταγωνιστές υπαρκτά πρόσωπα, που μέσα στην αφέλεια ή την πονηράδα τους έμπλεκαν ή προκαλούσαν καταστάσεις τραγελαφικές αφήνοντάς τες ως παρακαταθήκη γέλιου με τις ατάκες που εκστόμιζαν. Για να πετύχει όμως μια τέτοια συνταγή πρέπει αφενός να υπάρχει κάποιος που να τα ξέρει καλά και αφετέρου να έχει και την κατάλληλη ντόπια προφορά και «ηθοποιία» για να αποδώσει το μασάλι με πειστικότητα και ρεαλισμό. Θέλει δηλαδή ταλέντο και, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν οι άνθρωποι αυτοί.
Γεγονός, εντέλει, είναι ότι δε γελάμε εύκολα. Εννοώ, δεν ξεκαρδιζόμαστε, δεν κλαίμε από τα γέλια, δε μας πιάνει ούτε το στομάχι μας, ούτε δύσπνοια πια. Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι οι αυξημένες απαιτήσεις της ενήλικης ζωής δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για γελωτοπαραγωγικές παρεΐστικες συνάξεις. Ίσως η «εμπειρία» μας στο γέλιο μάς έχει κάνει αυστηρούς κριτές. Ο Κικέρωνας θεωρούσε γενικά την εξήγηση του γέλιου «άλυτο πρόβλημα». Ευλογημένοι όμως είμαστε όσοι έχουμε την τύχη να συναγελαζόμαστε με ανθρώπους που με θεϊκό τρόπο καταφέρνουν να μας προσφέρουν το αληθινό, το ζωογόνο γέλιο.
tezjorge@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου