«Φωτός κατοικητήριον, Κόρη» (05 03 2010)
Μαθήματα γεφύρωσης του χάσματος των γενεών
από τον Κώστα Ζουράρι
(Στην Ιοκάστη, κόρη μου χαμαιριφή, παίδα ευαγή εν τη καμίνω των χαμαιπωλείων της οδού Τσακάλωφ).
« ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ, Παρασκευή, η πέμπτη των Χαιρετισμών, ολοκλήρου του Ακαθίστου Ύμνου. Εμφανίζεται, απόγευμα, η μονάκριβη θυγατέρα μου, η Ιοκάστη, μείραξ έντεκα και κάτι, με ύφος ρέηντζερ αρβύλα, τύπου ραίημπαν με κλωτσιά προεντεταμένη σε καλύβι βιετναμέζου. “Θα πάμε στα μαγαζιά”, γρυλλίζει σε κατά προσέγγισιν ελληνικά.
Ως ξεφτιλισμένος κούλης μετά την μικρασιατική καταστροφή, παίρνω το γραικυλικόν μειδίαμα με το οποίο προσπαθούσα να αποτρέψω το μοιραίον ενώπιον του καθηγητή μου των Μαθηματικών και της ψελλίζω ραγιάδικα: «σήμερα, αγάπη μου, είναι οι
τελευταίοι Χαιρετισμοί...Δεν νομίζεις...». Ρομφαία! «Αυτό μου έλειπε να πάω στους Χαιρετισμούς! Εγώ είμαι groovy!». «Τί είσαι παιδάκι μου; Είσαι γκρούβη; Δεν είσαι βαφτισμένο;» (Θα μου πεις, βέβαια, με τέτοιο όνομα που της δώσαμε, το παιδί
φταίει που μας προέκυψε groovy κι όχι Κασσιανή; Αλλά, άσε, μην ξύνεις πληγές...)
Πάντως αισθάνομαι ποιάν τινα ανακούφιση. Δεν είναι αλήθεια, αυτά που λένε για την εκπαίδευση. Το παιδί είναι μεν groovy, ενδεχομένως και γκρούβισσα, αλλά γνωρίζει και τους Χαιρετισμούς... Στώμεν καλώς...έστω και εκτός Χαιρετισμών.
Ξανά ύφος μεν δικό μου αξιοπρεπούς ευνούχου, αναλλοίωτη δε στην υπεροψία της η Βαλιδέ Σουλτάνα μου: «Θα πάμε, είπα, και δεν μ’ ενδιαφέρει (τίποτα δεν την ενδιαφέρει, πλην του ενδιαφέροντός της), μου το υποσχέθηκες και τα λεφτά είναι του παππού μου και μου τα χρωστάς!».
Χάνω. Το βλέπω νάρχεται. Θα πάρει την επάνω βόλτα το άπιστο σκυλί, η γκρούβισσα. Πάω για νέα διαπραγμάτευση: γλίτσα το βλέμμα μου, ώμοι μου κυρτωμένοι όπως ταιριάζει σε σκώληκα κυλινδούμενον ενώπιον του Αυθέντου, φωνή μου, ικεσίας
τρωγλοδυτική. Σέρνομαι: «Μα, αγάπη μου, η τελευταία Παρασκευή του Ακαθίστου...».
Μεταλλική ριπή, groovy, του αγαπημένου μου ανθρωπομόρφου κτήνους: «Δεν ξέρω εγώ Ακάθιστο και ξεκάθιστο. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά!». Νοιώθω ότι δεν θα παίξω παράταση...
«Χαίρε η μάχαιρα, η εκκόπτουσα τα κέρατα δαιμόνων...».
«Πού ‘ναι η μάχαιρα, που ‘σαι ρε μάχαιρα;» ψάλλω και οδυνώμαι, «πού ‘σαι ρε ράβδος η βλαστήσασα, πατεράδων το διάσωσμα, δαιμόνων groovy πολύστονον τραύμα;»
«Μα, αγάπη μου...».
Τίποτε πια. Σέρνομαι και διασύρομαι. Νοιώθω πως έχω μπροστά της την ίδια διαπραγματευτική ισχύ με τον Μητσοτάκη, όταν του τηλεφωνεί ο Μπους. Και την Πόλη θα την πω Ισταμπούλ και τα Σκόπια Μακεδονία του Αιγαίου και πάσης Ελλάδος, όσο θα μ’ αφήνει άναυδο η αυδή της κυανής γαλάζιας ομορφιάς της και η καλλονή της μεγαλαυχίας της: Ναι, μονάκριβή μου Κόρη, δυσσεβούς φωτός κατοικητήριον. Κάνε με κατοικίδιον στα πόδια σου και αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα μου. Ναι,
Τρισεύγενή μου εσύ και καταναλωτικό μου φροντιστήριον. Πλυνείς με μ’ όλη την ξεφτίλα που με λούζεις και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι... Ότι εγώ δούλος σου ειμί. Κάθαρμα καταναλωτικό, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει η θεά μου.
Έντεκα ετών και κάτι, groovy θράσος και hard αφασία...
Κι όμως, εκεί στον πάτο, πνιγμένος μέσα στην χωματερή της συντριβής μου, με έσωσε ο Θουκυδίδης. Κρυφοκοιτάζω κατησχυμένος την καλλιγάληνη αλαζονεία της και λέω: να
τολμήσω; Να μπλοφάρω; Και παρά δύναμιν τολμηταί; Ναι, ρε, αναπτυξιακέ groovy, μολών λαβέ και τα τέτοια, άσε που είσαι και βαζέλα και νεοδημοκράτισσα, διότι γκρούβυ, βαζέλα και Νέα Δημοκρατία πάνε μαζί, ενώ εγώ είμαι Απόλλων Καλαμαριάς και Παοκάρα και τα μυαλά μου στο μίξερ ή στα κάγκελα, όπως ορίζει και το Δ, 10 του Θουκυδίδη, διότι «ουδείς εξ ημών συνετός βουλέσθω δοκείν είναι» κτλ. κτλ. που δεν τα καταλαβαίνουν οι κυριλέδες δεξιές βαζέλες, και γι’ αυτό είμαστε Σαλοί, παοκάρες
και δια Χριστόν αριστεροί.
«Ιοκάστη μου, ρόδον το αμάραντον, αγνείας θησαύρισμα και πατρός σου αποπτώχευσις, Ιοκάστη μου, ηδύπνοον κρίνον μου, γνωρίζεις βεβαίως, χάρη στην σοσιαλιστική αναβάθμιση της παιδείας μας, την οποίαν κατάφερε τελεσιδίκως η ΟΛΜΕ και οι πανδημεί προοδευτικοί φορείς, δίκην επιδημίας, ότι: «δυνατά δε οι προύχοντες πράσσουσι και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν». Ως θουκυδίδειον λοιπόν και ηδυμιγές γύναιον, Ιοκάστη μου, άκουσμα και λάλημα φρικτόν, γνωρίζεις βέβαια, ότι προύχοντας είμαι
εγώ, διότι εγώ διαθέτω το χρήμα και την φάπα. «Χρήμα και φάπα» λέγεται το σηριάλιον στο οποίο, μετ’ ου πολύ κινδυνεύεις να διακινδυνεύσεις: θα χάσεις το χρήμα, που δεν μου ανήκει αλλά ελέγχω, ενώ σου ανήκει αλλά δεν ελέγχεις και φευ, θα εισπράξεις όχι χρήμα αλλά φάπα, που εσύ μεν δεν επιθυμείς, εγώ όμως επιβάλλω. Εσύ ασθενής συγχωρείς κι εγώ, προύχων πράττω. Θουκυδίδης, έψιλον, 89, αγάπη μου, όπως γνωρίζει ακόμη και η ΟΛΜΕ, ή το φως και το πώς μηδένα διδάξασα...».
Και, εξαίφνης, η απαλή μου ως πυρός προσκύνησις Ιοκάστη, τα χρειάστηκε. Ανεπαισθήτως και ακαριαίως, η ωνιομανής παιδίσκη των groovy ωνίων, έχασε την λοκατζίδικη βαρβατίλα, διότι την τσάκισε η θουκυδίδεια αρβύλα: «και όσω αυτοί αυτών δυνατώτεροι εγίγνοντο και ημείς ερημότεροι», ψέλλισε το στερρόν της οδού Τσακάλωφ έρεισμα, «χάνουμε τα ψώνια», ξανασκέφτηκε και αμέσως το ασίγητον στόμα της Ιοκάστης μου, ως τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών, κατέρρευσε: «αυτός, εδώ, είναι η τράπεζα και η αφθονία. Διαθέτει προσέτι και φάπα. Κι επειδή ο φόβος φυλάει
τα έρημα κι εγώ θα μείνω χωρίς ψώνια και με την φτήνεια των ιλασμών μου», εντάξει, μου είπε η θεοδρόμος, του δρόμου, η της οδού Τσακάλωφ κόρη μου. «Εντάξει, πάμε για συμβιβασμό. Θα με πας πρώτα εμένα, επειδή είμαι groovy, στα ψώνια και μετά, εσύ,
επειδή είσαι ψώνιο, θα πας στον Ακάθιστο»...
Χαίρε, αυλή λογικών προβάτων, εκέκραξα, με μύξα ευγνωμοσύνης στα μάτια! Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα, της σωματοψυχής μου αλήτισσα! Χαίρε, η του βορβόρου της Τσακάλωφ ρυομένη των έργων, ρυπαρία μου εσύ άσπιλη κι αμόλυντη! Ένα - ένα! Ουρανόθεν επέμφθη ισοπαλία! Σε ισοφάρισα την τελευταία στιγμή, πεπυρωμένον βέλος του πονηρού, της groovy δαπάνης, εσύ, θησαυρέ μου αδαπάνητε! Σ’ έσκισα! (έστω μ’ ένα - ένα, γιατί εγώ μονίμως εκτός έδρας και χαμένος από χέρι, μπροστά στην στροφορμή της δίνης σου, Κόρη μου δροσοβολούσα!...)
Έτσι κι έγινε. O συμβιβασμός, με αμοιβαίες συναινετικές διαδικασίες: εγώ πλήρωνα κι αυτή συμπλήρωνε ότι πρέπει κι άλλα να πληρώσω. Και ξαναπλήρωνα εγώ και ξανασυμπλήρωνε αυτή, πεπληρωμένη απληστίας. Για δυο ώρες, εκεί εν καμίνω του
πολυγώνου της ακολασίας, Τσακάλωφ - Σκουφά, γκρούβη αυτή, μπούζι εγώ. Πενήντα δυο χιλιάρικα μου στοίχισε αυτή η αμοιβαία κατανόηση για δυο ώρες. H αγνή παιδίσκη μου... Με πυγοστόλον πολυτελείας του Ξενοδοχείου Χίλτωνος να πήγαινα, φτηνότερα θα την έβγαζα. Και ξαπλωμένος μάλιστα και καθιστός. Έβγαλα όμως
έτσι Ακάθιστο. Χαίρε, θείον Ιοκάστης κάρα...
Έτσι λοιπόν και πηγαίναμε, ο αρχηγός της ακράτου σπατάλης οδηγός και σερνάμενος εγώ, δεσμώτης της υπό τρόμον δαπάνης. Πίσω εγώ, μπρος αυτή, μαγαζί το μαγαζί. Δεν αφήσαμε τίποτα. Έμπαινε ασυστόλως πειναλέα και σ’ αυτά που δεν ήθελε. Αγόραζε
και μετάνοιωνε, μετάνοιωνε και ξαναγόραζε. Καμένη γη, που παραδίδει η εκάστοτε κυβέρνηση στην ακόλουθή της, μου παρέδιδε κι εμένα τούτη η λαίλαψ των ψωνίων...
Κι ενώ πλησίαζε η ώρα των Χαιρετισμών, παρατηρούσα τα μαγαζιά, τους μαγαζάτορες και τους ενσκήπτοντες νεαρούς αλάστορες, άλλων ατυχών γονέων. Ωραία καταστήματα, που επιδείκνυαν προκλητικώς όμορφα σκευάσματα, άλλα γοητευτικώς άχρηστα κι άλλα αχρήστως γοητευτικά. Κι έβλεπα τους νέους και τις νέες, μέσα στα μαγαζιά εκεί, μόνον νέοι σχεδόν ήταν εκεί μέσα, όλοι τους ευσταλείς, χαλαροί μέσα στην κατανάλωση και υποθερμικά παρόντες σ’ όλη αυτήν την απουσία έντασης. Ούτε η ομορφιά των πραγμάτων, ούτε η ευειδής τους ρώμη, απένειμε κάποιο νόημα στο τοπίο των ωνίων των ονείρων τους.
Κι αναρωτιόμουν: τί, στην ευχή, αυτή η σαχλαμαροειδής ομοιομορφία του αγοράζω μέσα στο άντε να σερνόμαστε, ό,τι νά ‘ναι, όπου νά ‘ναι και όποια μέρα νά ‘ναι; Παρασκευή των Χαιρετισμών κι όπου νά ‘ναι στις εκκλησίες παντού, η αιώνια Ελλάς θα εκτόξευε πάλι στα ύψη, το ωραιότερο ποίημα της ελληνικής γλώσσας, τον Ακάθιστο. H ζώσα παράδοση, πρότεινε σ’ αυτά τα παιδιά να γίνουν πυριφλεγείς Πύραρχοι, κι αυτά τα
ξενέρωτα, χάζευαν κουρελαρίες τύπου άντε να σε σινιάρουμε. Γιατί τέτοια αφασία; Πώς αυτή η ακηδία; Και δηλαδή, χάθηκε όλα αυτά τα μηδενοπωλεία να κλείνουν μισή ώρα νωρίτερα, τέσσερεις Παρασκευές τον χρόνο και να τρέχουν όλοι τους μαζί να χαζέψουνε το ωραιότερο σούπερ-σώου της χρονιάς (της κάθε χρονιάς), την ακολουθία του Ακαθίστου, αντί να τ’ ακουμπάνε σαν βλαχαδερά στο Μέγαρο Μουσικής, όπου ως γνήσιοι Ρωμηοί σκυλοβαριούνται, μόλις παύουν να αλληλοχαζεύουν τα πλουμίδια,
που κρεμάσανε στις κρεμάστρες των κορμιών τους; Τί πλουμίδια και τί στολίδα ψάχνουν τις Παρασκευές του Ακαθίστου;
Εγώ όμως πρόλαβα. Άφησα εν τάχει το ευώνητον νήπιον των ωνίων στο σπίτι και έτρεξα με τον παλιό μου συμμαθητή και νυν καθηγητή της κλασσικής Μηχανικής στην Φυσικομαθηματική Θεσσαλονίκης, Θόδωρο Χρηστίδη, στην Μονή Πετράκη. O Θόδωρος,
ως τεχνολόγος, δεν είναι άλογος. Χαίρε, η τους τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα! O Θόδωρος Χρηστίδης, άριστος επιστημολόγος της θεωρίας στην Φυσική, είναι φυσικώς ψάλτης. Μέγας Ψάλτης της Κωνσταντινοπολίτικης σχολής, μαθητής στην Θεσσαλονίκη του μεγάλου Ταλιαδώρου.
Έχω προσέξει ότι οι σπουδαίοι φυσικοί και μαθηματικοί στον
τόπο μας, είναι λιγώτερο επιρρεπείς στην δυτικίζουσα ηλιθιότητα του εκσυγχρονισμού της Ψωροκώσταινας, η οποία εν κενοφροσύνη νεοπλούτου, απορρίπτει την ελληνορωμέηκη παράδοση. Οι καλύτεροι κβαντο-φυσικοί και μαθηματικοί, αυτήν την στιγμή στον τόπο μας, είναι παιδιά και διάκονοι της μάνας Εκκλησίας και της μητρίδας Ελλαδίτσας. Φταίει άραγε ότι οι μαθηματικο-φυσικοί είναι πιο επιρρεπείς, λόγω χαρίσματος στην Μουσική, άρα στην αληθώς Φιλοκαλίαν της καθ’ ημάς Ανατολής; Ή
απλώς, εν αντιθέσει μ’ εμάς των λεγομένων «κοινωνικών επιστημών», αυτοί είναι οι μόνοι σωστοί επιστήμονες και κατά τον ορθόν λόγον «επίστανται» τα αληθώς ζωοποιούντα, ενώ οι «κοινωνιολόγοι» είμαστε συνεχώς εισαγόμενοι γενίτσαροι;
O Θόδωρος Χρηστίδης όμως προχώρησε, ήρεμος διάκονος προς τους Ψάλτες και έκανε ένα ισοκράτημα, που είχα ν’ ακούσω από τότε. Κι όταν, τιμής ένεκεν, οι Ψάλτες της Μονής Πετράκη του παραχώρησαν τα πρεσβεία, έψαλλε, κορυφαίος του τρόπου μας,
μέσα στον Ακάθιστο που μετατρέπει τα καταναλωτικά ιζήματα σε ευπατρίδες.
«Οι πρώην απάτη γυμνωθέντες στολήν αφθαρσίας ενεδύθημεν τη κυοφορία σου∙ και οι καθεζόμενοι εν σκότει παραπτώσεων φως κατωπτεύσαμεν, φωτός κατοικητήριον, Κόρη»... Άειντε, και καλή Ανάσταση.
Υ.Γ. Το δραχμοβόρον μειράκιον μου, επωφελήθη της απουσίας μου και ξεγέλασε μια οικογενειακή μας φίλη. Όταν επέστρεψα, μετά τον Ακάθιστο, την βρήκα, ως παίδα ευαγή, καθισμένη μπροστά στην τηλεόραση, όπως ταιριάζει στους καινουργούντας την Κτίσιν. Στο μεταξύ, είχε προλάβει να τσακίσει άλλα εφτά χιλιάρικα, εκεί στηνΤσακάλωφ της πολυφθόγγου αφθεγξίας... Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σε, Θεοτόκε...»
Μάιος 1992
Κώστας Ζουράρις, Χέσαιτο ει μαχέσαιτο, σελ. 37-43, Εκδόσεις Αρμός.
Δια την αντιγραφήν:
http://proskynhths.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου