Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ (23 04 2010)


Το οργανωμένο σχέδιο συρρίκνωσης των εργασιακών κατακτήσεων και η αφασία του Νεοέλληνα.

Μεγάλη συμπαιγνία διακρίνεται την ώρα που η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η κατά τα φαινόμενα κρίση επηρεάζει άμεσα – σαν κολλητική αρρώστια – όλα τα ως τώρα δεδομένα, κατακτημένα δικαιώματα, κυρίως τα εργασιακά, τα οποία βλέπουμε αποχαυνωμένοι να συρρικνώνονται. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις από την τηλεόραση χάσκοντας, σαν να μη μας αφορούν. Κι όμως, αγγίζουν τη δική μας ζωή. Και δεν αντιδρά κανένας. Άκρα του τάφου σιωπή. Τι συμβαίνει; Τόσο μεταλλάχτηκε ο Έλληνας τα τελευταία χρόνια και χαζεύει ανήμπορος τον κατήφορό του; Σαν τη Γυναίκα με τα Μαύρα από τη Σονάτα του Ρίτσου: «...σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες, τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;».
Δεν αντιδρά κανένας. Πρωτοφανές. Ίσως βέβαια να φταίει και το γεγονός ότι έχουμε «σοσιαλιστική» κυβέρνηση. Θα τρίζουν τα κόκαλα του Ανδρέα Παπανδρέου, αν αυτοί είναι σοσιαλιστές! Αυτοί είναι η χειρότερη δεξιά που είδε ο τόπος. Με σημαντικότερο δεκανίκι το κόμμα της «λαϊκής δεξιάς»! Πράγμα που αποδεικνύει πόσο έχουν μπλεχτεί οι ιδεολογικοί σχηματισμοί και πόσο κούφιοι είναι τελικά οι στερεότυποι πολιτικοί χαρακτηρισμοί. Τι σημαίνει – στην πράξη, για τον πολίτη – η σημερινή πολιτική διαλεκτική των ξύλινων αντιθέσεων: δεξιά – αριστερά, προοδευτικός – συντηρητικός, κ.λπ.; Τίποτα! Απλά προπετάσματα καπνού για να θολώνουν την κρίση μας και να βρίσκει εύκολο στόχο η προπαγάνδα.
Προσπαθώ όμως να φανταστώ τι θα γινόταν, αν στην κυβέρνηση ήταν η άλλη παράταξη, η «συντηρητική» και έπαιρνε αυτά τα μέτρα. Φωτιά και τσεκούρι! Ολόκληρος ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της «προόδου», όλες οι «δημοκρατικές δυνάμεις» των αδέσμευτων καναλιών και εφημερίδων θα ξεσηκώνονταν, θα χούγιαζαν οι παραθυράτοι, θα σείονταν η χώρα από πορείες, διαμαρτυρίες, απεργίες... Μια «σοσιαλιστική» κυβέρνηση παίρνει τα πιο αντιλαϊκά μέτρα στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και δεν κουνιέται φύλλο! Αλλά πώς να κουνηθεί; Η συμπαιγνία έχει βαθιές ρίζες και είναι καλά προσχεδιασμένη.
Πρώτα – πρώτα, έχει δοθεί η εντύπωση ότι η ασφυκτική θηλιά στο λαιμό του εργαζόμενου είναι...εισαγωγής. Made in E.U. Οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, γιατί θα μας κάνουν ντα οι εταίροι μας. Αυτοί εταίροι κι εμείς οι εταίρες τους. Άσε που σε άλλες εντολές τους κωφεύουμε, τους γράφουμε εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Εδώ, οσφυοκαμψία. Από την άλλη, δεν υπάρχει νοικοκυριό σήμερα στην Ελλάδα που να μη χρωστάει δάνειο σε τράπεζα. Πώς να αντιδράσει κάποιος λοιπόν; Πώς να συμμετέχει σε απεργίες συνεχείς (αλλιώς δε γίνεται), όταν με κάθε μέρα απεργίας χάνει χρήματα, τα οποία έχει τσίμα τσίμα υπολογισμένα μέχρι το τελευταίο σεντ, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες; Κατάφεραν λοιπόν με αυτόν τον τρόπο να του κλείσουν το στόμα και να του δέσουν τα χέρια.
Είναι μεγάλη ιστορία η προπαγάνδα που ασκήθηκε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Μιλάμε για εκμετάλλευση των ελπίδων και των ονείρων του Έλληνα να αποκτήσει ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Το καρότο και το μαστίγιο, με σιγοντάρισμα (σχεδόν ώθηση) και από τους πολιτικούς. Και είναι σίγουρο ότι δεν έχουν όλοι την ίδια αυτοσυγκράτηση και αυτοκυριαρχία, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να διαχειριστούν με ορθό τρόπο τα ποσά που απλόχερα (!) οι τράπεζες δανείζουν. Χωρίς όρους, χωρίς προβληματισμό. Και σχεδόν ποτέ δε βγαίνει χαμένη μια τράπεζα. Από κοντά και τα Μ.Μ.Ε. για να πετύχουμε την ελληνική ανάπτυξη! Μα, γίνεται ανάπτυξη με δανεικά; Τραπέζες, πολιτικοί, Μ.Μ.Ε., δεμένοι σε ένα νήμα, είναι οι βασικοί παράγοντες για αυτό το χάλι.
Και πέρα από αυτά, βγαίνουν και τα κατευθυνόμενα γκάλοπ (άλλη πληγή αυτά) και δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων στηρίζει στην ουσία αυτή την πολιτική! Ούτε μισή μονάδα πεσμένη η κυβέρνηση που πήρε αυτά τα μέτρα! Οργανωμένο το σχέδιο παραπλάνησης της κοινής γνώμης. Ούτε ο Γκαίμπελς δε φτουράει μπροστά τους! Αν ήταν οι άλλοι, οι «συντηρητικοί» στη θέση τους, θα είχαν πέσει εν ριπή οφθαλμού! Μάλλον κάτι θα ήξερε ο ανεψιός Καραμανλής και την έκανε νωρίς νωρίς...
Κατάντησε ο Έλληνας βολεμένος, να μην αγωνίζεται, να μην αντιστέκεται, να κλείνεται μέσα στη μιζέρια του μικροκόσμου του. Να σκύβει το κεφάλι υποκύπτοντας, και βλέποντας τα χειρότερα να λέει: «καλά είμαστε, μην έρθουν τα χειρότερα». Πόσο επίκαιρος φαντάζει πάλι ο λόγος του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού: «Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ.». Πόσοι όμως μπορούν να το κάνουν;


▓▓ μικρα ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓

 Διαβάζω σε σχολικό βιβλίο Ιστορίας για την κρίση του 1929: « Οι αγρότες είδαν τα προϊόντα τους να μένουν απούλητα και τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται. Οι βιομηχανικοί εργάτες και οι εμποροϋπάλληλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μειώσεις των μισθών τους, περιορισμό των ωρών εργασίας και απολύσεις. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν να πουλήσουν ή να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και οι δημόσιοι υπάλληλοι να αποδεχτούν δραστικές μειώσεις των μισθών τους. Ένα κύμα εξαθλίωσης κάλυψε τις Η.Π.Α., την Ευρώπη και πολλές άλλες χώρες του δυτικού κόσμου προκαλώντας έντονες – και συχνά βίαιες – διαμαρτυρίες». Η Ιστορία επαναλαμβάνεται και μυαλό δε βάζουμε. Και από αυτή την κρίση ξεκίνησε ο β’ παγκόσμιος πόλεμος...

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ (16 04 2010)

Οι λόγοι που ο Νεοέλληνας δε συγκινείται στην έκκληση βοήθειας για την απόσβεση του δημόσιου χρέους.

Αμφιθυμία προκαλεί η διαφήμιση που σκαρφίστηκαν οι κυβερνητικοί σύμβουλοι για να προβάλλουν στον κόσμο τη σωτήρια λύση που οσμίστηκαν οι πολιτικοί τους εργοδότες. Η διαφήμιση που μας γνωρίζει τον αριθμό λογαριασμού που ανοίχτηκε για να προσφέρουμε εμείς, οι πολίτες, τον οβολό μας προς στήριξη της προσπάθειας για απόσβεση του δημόσιου χρέους. Αμφιθυμία, γιατί απ’ τη μια ζορίζει τον πατριωτισμό μας, ενώ απ’ την άλλη, όταν καθαρίζει ο νους, προκαλεί τη χλεύη και ίσως και καμιά μούντζα στην τηλεόραση συνοδευόμενη από μια φρασεολογία-βοθρολογία, που δεν μπορεί να αναφερθεί στην εφημερίδα...
Για το πρώτο συναίσθημα δε χρειάζεται να πούμε και πολλά. Αν μετρήσουμε στο τέλος το ποσό που θα μαζευτεί, αναλογικά με τον πληθυσμό, το πιο πιθανό είναι να αμφισβητηθεί έντονα ο πατριωτισμός μας! Μάλλον λίγοι θα είναι οι ρομαντικοί που θα σπεύσουν στις τράπεζες για να βοηθήσουν το κράτος να βγει απ’ το αδιέξοδο. Ρομαντικοί ή αφελείς. Ή παιδιά, που σπάζουν τους κουμπαράδες τους – πρότυπα αλλοτινών εποχών που θα μπορούσαν να είναι και σημερινά υπό άλλες προϋποθέσεις - μέσα στην αθωότητά τους. Γενικά όμως, δεν αναμένονται ουρές στα γκισέ...
Πρέπει να μελετήσουμε όμως, το δεύτερο συναίσθημα. Να δούμε δηλαδή, πώς έφτασε ο Έλληνας, όχι μόνο να μη θέλει να βοηθήσει το κράτος, αλλά να το απεχθάνεται κιόλας. Ή μήπως ήταν πάντα έτσι;
Ο βασικότερος λόγος που ο Έλληνας νιώθει το κράτος σαν κάτι ξένο, είναι ιστορικός. Η αρχή της σχέσης αυτής πολίτη-κράτους εντοπίζεται στην περίοδο του Όθωνα και της Αντιβασιλείας, στις απαρχές δηλαδή του ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε οι Έλληνες ζούσαν σε οργανωμένες κοινότητες. Ας αφήσουμε τις πόλεις - κράτη της αρχαιότητας και τη βυζαντινή «ομάδα του χωρίου» και «μητροκωμία», κι ας μείνουμε στους αιώνες της τουρκοκρατίας. Ο ελληνικός πληθυσμός, παρότι σκλαβωμένος, διατήρησε και ανέπτυξε την κοινοτική του οργάνωση στα πρότυπα των παραδόσεών του. Δηλαδή σε πρότυπα που γέννησε ο ίδιος αυτός λαός, σε αυτόν τον ίδιο τόπο, πρότυπα που του ταίριαζαν.
Αν θυμηθούμε τις κοινότητες που άκμασαν αυτά τα χρόνια στον ελλαδικό χώρο (Μαντεμοχώρια στην Χαλκιδική, Αμπελάκια, 24 χωριά του Βόλου, κοινοτικές ομοσπονδίες στην Ήπειρο, κ.α.), βασισμένες στην αυτονομία και την αυτοδιοίκηση, με τις όποιες διαφορές μεταξύ τους ή τρωτά σημεία στη λειτουργία τους, έχουμε μια εικόνα του ιδανικού – για τον Έλληνα – «κρατικού» μορφώματος: δεν υπάρχει κράτος, οι αντίστοιχες αρμοδιότητες ανήκουν στις κοινότητες, στους ίδιους τους πολίτες!
Έτσι λοιπόν, με τους δημογέροντες επικεφαλής, άλλοτε εκλεγμένους απ’ τους συντοπίτες, άλλοτε κληρονομικώ τω χρίσματι, προόδευσαν «των Ελλήνων οι κοινότητες και φτιάξαν άλλους γαλαξίες». Οργανώθηκαν σε επαγγελματικούς συνεταιρισμούς για τη συλλογική ευημερία και πήραν και τα όπλα όποτε χρειάστηκε. Η Αντιβασιλεία του Όθωνα όμως, δεν υπολόγισε καθόλου την ελληνική συνέχεια στην κοινοτική οργάνωση και θέλησε να δημιουργήσει ένα κράτος στα πρότυπα του βαυαρικού: διοίκηση, εκπαίδευση, εκκλησιαστικά θέματα, στρατός, όλα μια καθαρή αντιγραφή του βαυαρικού συστήματος. Φόρεσαν δηλαδή στον Έλληνα ένα ρούχο ξένο, που δεν το ζήτησε και δεν του ταίριαζε. Μια μορφή οργάνωσης που δε βλάστησε σε αυτόν τον τόπο και δεν ήταν εύκολο να την αποδεχτεί και να την αγαπήσει. Του ήταν ξένη. Εκεί βρίσκεται η ρίζα της απέχθειας του σημερινού Έλληνα προς το κράτος και κάθε τι το κρατικό.
Άλλος σημαντικός λόγος είναι το ότι ο κόσμος ταυτίζει στη συνείδησή του το κράτος με τις δημόσιες υπηρεσίες και τους πολιτικούς. Κάθε φορά που παρίσταται ανάγκη για συναλλαγή με το κράτος, ο Έλληνας εισπράττει απογοήτευση, θυμό, αγανάκτηση. Πριν τον «εξευρωπαϊσμό» μας (αλλά εν πολλοίς και σήμερα), οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν σήμα κατατεθέν και πίθος των Δαναΐδων για τη σάτιρα. Γραφειοκρατία, κωμικές καταστάσεις όπου ο ένας υπεύθυνος σε έστελνε στον άλλον και τούμπαλιν, αγένεια των δημοσίων υπαλλήλων και αλαζονεία σε βαθμό που να ξεχνάν πως είναι υπάλληλοι του πολίτη και να συμπεριφέρονται ως αφεντικά και – το σημαντικότερο –η δουλειά σου δεν τελείωνε ποτέ. Πάντα κάποιο χαρτί θα έλειπε, ο υπάλληλος θα απουσίαζε, η ουρά θα σε απωθούσε. Κι ας μην αναφερθούμε στη μουντή, γκρίζα αισθητική των δημόσιων κτιρίων που προκαλούσε την ασφυξία... Πώς να αγαπήσεις και να βοηθήσεις ένα τέτοιο κράτος;
Όσο για τους πολιτικούς, αυτοί πάντα βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής – όχι άδικα – και φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την απέχθεια προς το κράτος. Η εν γένει παρουσία τους την τελευταία 35ετία έφερε τη χώρα σε αυτή τη δεινή θέση και περιμένουμε πάλι από τους άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Και όσο αυτοί ορίζουν το κράτος και η εικόνα τους δε βελτιώνεται, δεν πρόκειται να βελτιωθεί και η εικόνα του πολίτη για το κράτος. Αντίθετα θα μεγαλώνει η αδιαφορία του, με ό, τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Και εν προκειμένω συνεπάγεται βαρηκοΐα του πολίτη στην απεγνωσμένη ζητιανιά του κράτους για βοήθεια.



▓▓ μικρα ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓

 Σε περασμένο τεύχος του περιοδικού «Εικόνες», που είχε αφιέρωμα στον Στρατή Μυριβήλη, αναφέρεται ότι ο μεγάλος λογοτέχνης («Η ζωή εν τάφω», «Η Παναγιά η γοργόνα», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», κ.α.) βρίσκεται στρατιώτης στη Νιγρίτα το 1916-17, και μάλιστα έχει οργανώσει και στρατιωτικό θίασο. Στη σχετική φωτογραφία είναι ο δεύτερος καθιστός από αριστερά. Σημαντική πληροφορία και θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε περισσότερα από την εδώ παρουσία και εμπειρία του.

Ο Μυριβήλης διδάσκει θεατρικό έργο σε στρατιωτικό θίασο, στο Μακεδονικό Μέτωπο (Νιγρίτα 1916-17). (Προέλευση: «Η μεσοπολεμική πεζογραφία», εκδ. Παν. Σοκόλη, τ. ΣΤ', Αθήνα 1993, σ. 106)

 Την Παρασκευή 9 του μηνός ο ΣΥ.ΠΟ.ΔΡΑ.Ν. είχε μια όμορφη κρητική βραδιά στην παλαίστρα του Αγ. Αθανασίου, δίχως όμως ικανοποιητική παρουσία κόσμου. Ίσως θα έπρεπε να γίνει καλύτερη διαφήμιση των εκδηλώσεων. Πολλοί δεν γνώριζαν. Και αν κατάλαβα καλά, υπάρχει μια ελαφριά «ψυχρασία» με τον Δήμο; Πολλά πολιτιστικά έχουμε στη Νιγρίτα, έχουμε και φατρίες...
 Αυτή η ταλαιπωρία με τους κατασκαμμένους δρόμους για την αλλαγή των σωλήνων ύδρευσης, μέχρι πότε θα κρατήσει;

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ» (09 04 2010)

Οι δημότες κι οι ετεροδημότες Νιγριτινοί
στον πασχαλιάτικο κλοιό του «πεζόδρομου».

Χρόνια πολλά, Χριστός ανέστη. Με θλίψη υποχρεώνομαι να επανέλθω σε ένα θέμα που καίει τον τόπο και γίνεται ακόμα πιο έντονο τέτοιες μέρες γιορτινές. Τέτοιες μέρες δηλαδή, που ο απόδημος Νιγριτινός αναζητά κάποιες στιγμές επαφής με την ιδιαίτερή του πατρίδα. Όχι ότι δεν είναι αρκετό να τυραννάει εμάς ολοχρονίς, αλλά ακόμα περισσότερο, όταν 3-4 φορές το χρόνο θα υποδεχτούμε τους ετεροδημότες μας. Και γεμίζει η επαρχία, η Νιγρίτα κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν, προσπαθούν να ψηλαφίσουν στοιχειώδεις αλλαγές προς το ευ ζην στον τόπο τους, αλλά βολτάροντας στο κέντρο της πόλης, μάταια στρέφουν το βλέμμα δεξιά κι αριστερά. Ναι, για τον «πεζόδρομο» θα μιλήσουμε και σήμερα.
Γέμισε η Νιγρίτα κόσμο. Βούλιαξε η αγορά. Μεγάλη ευκαιρία για να δώσουμε στους ξενιτεμένους συντοπίτες μας έναν επιπλέον σημαντικό λόγο (πέρα από τους δεσμούς), για να ξαναέρθουν. Πού να χωρέσει όλος αυτός ο κόσμος όταν ο «πεζόδρομος» έχει εξ αρχής παραδοθεί στα τροχοφόρα; Συνωστισμένοι, σαν τους Σμυρνιούς της Ρεπούση το 1922, προσπαθούμε να αποφύγουμε τους Τσέτες του σήμερα: τα βαριά οχήματα. Βυτιοφόρα με συρόμενα, φορτηγά, λεωφορεία είναι τα σύγχρονα τούρκικα στίφη που αφηνιάζουν να διώξουν τους Νιγριτινούς από τις πατρογονικές εστίες. Υπερβολικό;
Καθόλου! Κλείστε το δρόμο! Κάντε τον, επιτέλους, αληθινό πεζόδρομο. Κάντε το, πριν θρηνήσουμε θύματα, γιατί είναι θέμα χρόνου να συμβεί ατύχημα. Νομίζετε ότι όλοι οι οδηγοί στέκουν στα καλά τους; Πολλοί οδηγούν μεθυσμένοι (μέρες που είναι, μην αμελήσουμε και τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα!), άλλοι αφαιρούνται στους χαιρετισμούς, χαριεντισμούς και μουχαμπέτια με τους παρακαθήμενους, άλλοι κάνουν επίδειξη του τετράτροχου ή δίτροχου και αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες. Πολύ θέλει να πέσει κάποιος από αυτούς πάνω σε ανύποπτο θαμώνα των τραπεζοκαθισμάτων της μεθορίου (της «πράσινης γραμμής» μεταξύ πεζοδρομίου και «πεζόδρομου»); Και δεν θα πρόκειται για ατύχημα, αλλά θα πρέπει να αναζητηθούν τότε και οι ηθικοί αυτουργοί που αφήνουν αυτήν την κατάσταση να χρονίζει.
Αυτό είναι και το πιο σοβαρό. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραλείψουμε και το γεγονός ότι, πέρα από μας που ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας εδώ, πολλοί ετεροδημότες είναι νέοι οικογενειάρχες και θέλουν (όπως κι εμείς) να κατεβάζουν στην αγορά και τα παιδιά τους. Που να τα πάνε; Στο πάρκο; Μα το πιο πιθανό είναι να το βρουν κλειστό και η κίνηση είναι στο κέντρο. Που μπορούν να καθήσουν ανενόχλητοι και να αφήσουν στα σίγουρα τα παιδιά τους να παίξουν, να τρέξουν, να χαρούν την επαρχία, χωρίς να κινδυνεύουν να τα κόψει κανένας διερχόμενος Σουμάχερ; Απίστευτα πράγματα! Ψάξτε, ψάξτε... δεν υπάρχει τέτοιος τόπος. Ντρέπομαι να έρχονται οι φίλοι και οι γνωστοί και να μου λένε αυτά τα πράγματα. Ντρέπεται, άραγε, κανένας άλλος;
Κλείστε τον δρόμο! Αφήστε όλα τα μαγαζιά του κέντρου να απλώσουν τραπεζάκια, ο καιρός ανοίγει, ο κόσμος θέλει να βγει έξω. Είναι δηλαδή καλύτερα να γεμίζουν τα πεζοδρόμια με μηχανές; Έτσι κι αλλιώς οι πεζοί αναγκάζονται να περπατάν στο δρόμο. Τα πεζοδρόμια έχουν καταληφθεί από δίτροχα και η Αστυνομία βγήκε να τα μαζέψει μία (αριθμός 1) μέρα μόνο, μέσα στο Πάσχα. Ενώ, αν έκλεινε ο δρόμος και γέμιζε με τραπεζάκια, όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι και κερδισμένοι (και καθισμένοι). Και αν αποφάσιζαν να ανοίξουν και τις κάνουλες να τρέξει, επιτέλους, το νεράκι στα συντριβάνια, θα είχαμε ολοκληρώσει το παζλ της αισθητικής ανάπλασης της πλατείας: κόσμος, τραπέζια, αυτοκίνητα πουθενά, ασφάλεια, ομορφιά.
Τέλος, μιας και μιλήσαμε για την αισθητική πλευρά, φαντάζει εντελώς άχρηστη η πλακόστρωση του «πεζόδρομου». Αφού κάθε τόσο οι λακκούβες που ανοίγουν, μπολιάζονται για να σουλουπωθούν με τσιμέντο ή πίσσα! Δε γίνεται δηλαδή να ξαναστρωθούν με πλάκες; Είναι πιο ακριβές ή αποδεδειγμένα θα ξανασπάσουν; Μα ούτε η πίσσα ή το τσιμέντο κάνουν δουλειά, καθώς οι λακκούβες αυξάνονται και πληθύνονται, ξαναγεννιούνται απ’ τις στάχτες τους και χάσκουν επιβλητικά, σαν να μας κοροϊδεύουν. Όλο το θέμα, εντέλει, σαν κοροϊδία δε μοιάζει;


▓▓ μικρα ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓

 Παπά Γιώργη, τα σουλουπώσαμε φέτος τα πράγματα στην Ανάσταση. Ευτυχώς δεν επαναλήφθηκαν τα περσινά και όλα ήταν στο πνεύμα της καθ’ ημάς κατανυκτικής Ορθόδοξης παράδοσης. Όσο για τις κινήσεις που πληροφορούμαι ότι ετοιμάζετε για την εκμετάλλευση της πάνω αίθουσας δεξιώσεων προς όφελος της νεολαίας, προχωρήστε το και μη διστάζετε. Κι αν γκρινιάζουν κάποιοι, δεν έχουν δίκιο. Η σκέψη είναι σωστή και μακάρι να ευοδωθεί.
 Αυτή την εβδομάδα, την μετά το Πάσχα δηλαδή, συνηθίζαμε κάποτε να κάνουμε τα Γερακίνεια, μέχρι που τα μεταθέσαμε για Σεπτέμβριο. Φέτος, ο αεικίνητος Σύλλογος Πολιτιστικών δραστηριοτήτων «η Νιγρίτα» οργάνωσε κάποιες αντίστοιχες εκδηλώσεις, αναλογικά βέβαια με τις οικονομικές δυνατότητες και χωρίς τη στήριξη του Δήμου ή κάποιου άλλου φορέα. Μόνος του. Είναι συγκινητικό, οπωσδήποτε, να γίνονται τέτοιες προσπάθειες.
 Αρχίζουν και τα πανηγύρια. Άιντε ρε μπαρμπάδες!
 Προς την κ. Πρόεδρο της ΔΕΥΑΝ: κ. Πρόεδρε, νουθετήστε, παρακαλώ, τους υπαλλήλους, όταν πρόκειται για οποιονδήποτε λόγο να διακόπτουν το νερό σε ένα σπίτι, να χτυπάνε πρώτα την πόρτα και να ενημερώνουν, όπως φωνάζουν τα μεγάφωνα όταν πρόκειται για διακοπή σε κάποια περιοχή. Μπορεί να δουλεύει το πλυντήριο και να καεί. Μπορεί κάποιος να είναι στο μπάνιο και να μείνει με τις σαπουνάδες. «Κυρία μου, είμαστε από τη ΔΕΥΑΝ και θα κόψουμε για λίγο το νερό. Εντάξει ή έχετε κάποιο πρόβλημα;». Και όταν τελειώνουν, πάλι να ενημερώνουν για να δούνε αν όλα λειτουργούν σωστά. Όχι να φεύγουν σαν τους κλέφτες και να ψάχνεις μετά μάστορα για να επισκευάσει τις αβλεψίες τους, κι εσύ ο ίδιος να μαζεύεις τα χώματα και τις πέτρες που παράτησαν καταμεσής στο δρόμο.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

ΠΑΣΧΑ Τ’ ΑΠΡΙΛΗ (02 04 2010)


Νοσταλγώντας τις παιδικές και εφηβικές μνήμες
από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό.

Ένα διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου.

«Ο Απρίλης ήταν κάποτε για μένα - τώρα πια έχει μπει κι αυτός στο χωνευτήρι των πολλών και επαναλαμβανόμενων εικόνων και εμπειριών- το Πάσχα στο χωριό μου. Όχι όμως με το θρησκευτικό του μέρος, παρά μόνον αμυδρά.
Μεγάλη Πέμπτη, εγώ και τ’ αδέρφια μου ξεκινούσαμε το πρωί με το λεωφορείο. Ολόκληρο ταξίδι. Φτάναμε στη γέφυρα του Καλαμά. Μια γέφυρα σιδερένια, βαθυπράσινη, απ’ τον καιρό του Εμφυλίου.
Αφού γινόταν ο έλεγχος των ταυτοτήτων απ’ τους φαντάρους του φυλακίου – στιγμές έντονες για τις παιδικές καρδιές μας –, το λεωφορείο, αργά αργά, έμπαινε στη γέφυρα. Κραπ, κραπ, χτύπαγαν κι έτριζαν οι σιδεριές. Το νερό από κάτω ορμητικό, θολοπράσινο απ’ τις πυκνοφυτεμένες όχθες. Έλιωναν τα χιόνια.
Από εκεί και πέρα άρχιζε ένας άλλος κόσμος.
Στο Φιλιάτι κάναμε υποχρεωτική στάση τρεις με τέσσερις ώρες. Γι’ αυτές τις ώρες – που τις περνούσα-με στο καφενεδάκι του σταθμού – δεν αγαπούσα και πολύ αυτή την κωμόπολη, τόσο λαχταρούσα το χωριό μου.
Το καφενεδάκι ήταν γεμάτο ταξιδιώτες για τα πανωχώρια των Φιλιατών. Εκεί άρχι¬ζαν τα πρώτα «ποιανού είσαι εσύ, μωρέ παιδάκι μου;», «ετούτη μοιάζει της μάνας της» απ’ τους χωριανούς μας και τα πρώτα φιλιά. Πρόγευση απ’ το χωριό μου παρηγορητική.
Επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος χωμάτινος, ανηφορικός, όλο κογκέλες, ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας.
Αϊ-Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα. Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές, δάφνες, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ και κει, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωσαν ό,τι ομορφότερο και ευγενέ¬στερο από τις ανθρώπινες ζωές αιώνων.
Ακόμα και σήμερα, αυτή η διαδρομή, αυτά τα χωριά είναι για μένα μια διαδρομή πνευματική, μια διαδρομή νοσταλγίας και καημού.
Στο χωριό μου φτάναμε το μούσγκωμα. Μας άφηνε το λεωφορείο στη Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Αϊ-Θανάσης.
O όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια, που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος.
Στη Θελεσουριά, κατεβαίνοντας απ’ το λεωφορείο, μας χτύπαγε ευχάριστα ένα ψυχρό αεράκι που –Κύριος οίδε πώς – το ’χα συνδέσει με τη Βόρειο Ήπειρο, με την Αλβανία. Μήνυμα από μια άλλη ζωή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο πλούσια, πιο αινιγματι¬κή. Περιττό να πω ότι δεν ήξερα τίποτα για ιδεολογίες, πολέμους και άλλα, και οι δικοί μου, συγγενείς και χωριανοί, μιλούσαν λίγο και ασαφώς, κάτι που μεγάλωνε το μυστήριο.
Φτάναμε με τα ποδάρια στο σχολειό, κατόπι μια απότομη κατηφοριά μάς έβγαζε στην πλατεία του Νικόπλου, όπου ήταν το περίπτερο του μπάρμπα – Μήτση μας. Μας καρτέραγε με ζαχαρωτά και φιλιά. Κατόπι σταματούσαμε στο πατρικό της μάνας μου για λίγο, να δώσουμε τσιγάρα στον παππού, και κατόπι σφεντόνα για το πατρικό μας, για τη γιαγιά μας.
Σε όλη αυτήν τη διαδρομή η μύτη μας είχε πανηγύρι. Φρέσκια, ξάστερη ανάσα ανακατεμένη με τ’ αγριολούλουδα του Απριλιού –φράξο, μανούσια, ζουμπούλια, μοσφακίδια. Τον τόνο τον έδιναν όμως οι καβαλίνες, η κοπριά, το νοτισμένο χώμα.
Στο πατρικό μας. Τόπος θαλπωρής. Ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες, κατώι για τις αίγες, μπλατσαριό, ένας μικρός κηπάκος και η επιβλητική και συγχρόνως γλυ¬κύτατη παρουσία της γιαγιάς μου. Μας μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος. Κατόπι κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα κι αυτή στη μέση.
Το πρωί μάς ξυπνούσαν πετεινοί, γομάρια, αίγες, βετούλια· φωνούλες απ’ τις γυναίκες που φούρνιζαν, σκούπιζαν, έκοβαν κλαρί. Μαζεμένο το χωριό, αμφιθεατρι¬κά χτισμένο, δημιουργούσε τέλεια ηχητική.
«Ω Αγγελούδω, ξύπνησαν τα παιδιά;», ακούγαμε τη θειάκω Λόλα απ’ το δίπλα μαχαλά.
«Ξύπνησαν, μωρ’ συμπεθέρα».
«Αυγά έχεις; Θέλεις;»
«Έχω, έχω».
«Καλά, στείλ’ τα μου κατόπι».
Άρχιζε το πανηγύρι. Τρεχαλητά με τ’ άλλα παιδιά, επισκέψεις στις θείες, βόλτες στους κήπους του Μαμά, στ’ αμπέλια της Φέρας, στην Αϊ-Παρασκευή. Άρχιζαν δειλά να κοκκινίζουν οι πρώτες κουτσουπιές. Τα τριαντάφυλλα, πυκνόφυλλα και μοσχομυριστά, ροζ – άσπρα, ήταν παντού. Στις αυλές και στους φράχτες. Σου έσπαιναν τη μύτη.
Από την Ανάσταση θυμάμαι κάπως τις στρακαστρούκες, που τις πιέζαμε με τις σόλες. Ακόμα κι εκείνη την ώρα του πανδαιμόνιου εγώ είχα το μυαλό μου στ’ αστέρια του ορίζοντα, πάνω απ’ τον απαγορευμένο τόπο.
Την άλλη μέρα, όλο το χωριό ανέβαινε στην κορυφή του διπλανού βουνόπλου, που ήταν το φυλάκιο Γκελίλι, για επίσκεψη στους στρατιώτες. Τους πηγαίναμε αυγά, κου¬λούρια κι εκείνοι μας έδιναν γαλέτες.
Χαρούμενα, απλά παιδιά, μας άφηναν να δούμε και με τα κιάλια μέσα στο Αλβα¬νικό. Φέρναμε κοντά μας εικόνες από ανθρώπους, κυρίως γυναίκες να σκάβουν εν σειρά ή να κάνουν άλλες δουλειές, πάντα σε ομάδες. Είχαν κατασκευάσει και μια τεχνητή λίμνη για την άρδευση. Παρ’ όλο που με τα κιάλια είχα απτό το αντικείμενο της περιέργειας μου, η έλξη και το μυστήριο βάθαιναν.
Άκουγα ιστορίες τα κατοπινά χρόνια για κατασκόπους, που χαμογελώντας χαιρέταγαν από απόσταση τις γυναίκες στ’ αμπέλια. Αυτές ανατρόμαζαν κι αυτουνούς τους κατάπιναν τα λόγγα. Το πέρασμα αυτών των μυστήριων ανθρώπων το ’χω επίσης συνδέσει με το ψυχρό αεράκι που μας υποδεχόταν στη Θελεσουριά.
Όταν αναχωρούσαμε, χαράματα, για την Ηγουμενίτσα ήταν για μας Μεγάλη Παρασκευή. Πονούσαμε και τα τρία, λες και μας ξερίζωναν. Η αδερφή μου με κλά¬ματα και φωνές, «γιαγιά μουουου», ξύπναγε το χωριό. Εγώ βαστιόμουνα και έκλαιγα κρυφά, με τρόπο αξιοπρεπή, και για να το πετύχω αυτό σφιγγόμουνα και βλοσύρευα. Δε θέλαμε, αρνιόμασταν ν’ αποχωριστούμε τη γιαγιά Αγγελούδω, το χωριό. Και πού να πηγαίναμε; Στο βασανιστήριο της τότε – και τώρα – εκπαιδεύσεως.
Μόλις πήγα στο Γυμνάσιο, βαθμιαία – κι απ’ το Λύκειο μόνιμα πλέον – πάει το χωριό και η γιαγιά. Δεν πάταγα το πόδι μου. Σινεμάς, ξένη μουσική, ερωτικά σκιρτή¬ματα, κατόπι σπουδές εν Αθήναις – άλλη θλιβερή ιστορία αυτή –, μέχρι τα τριάντα μου δεν είχα καμιά ψυχική σχέση κι επαφή.
Μεγάλος ήμουν – τι μεγάλος, άντρας γκοτζάμ γαϊδούρι – όταν μας έστειλε η γιαγιά μου μήνυμα, έναν πικρό Απρίλη, να πάμε να
περάσουμε το Πάσχα μαζί της. Δεν πήγα. Μετά από λίγο πέθανε. Δε θυμάμαι να μου στοίχισε. Oύτε στην κηδεία της πήγα. Με είχε καταλάβει εξολοκλήρου ο εαυτός μου.
Πέρσι πήγα στο χωριό μου, μετά τη Λαμπρή, για ολιγόωρη επίσκεψη. Το πατρικό μου χορταριασμένο, ετοιμόρροπο. O κηπάκος του πνιγμένος στην άγρια βλάστηση.
Τζαρκάλευα στην αγαπημένη κάμαρη των παιδικών μου χρόνων και κάπου βρήκα την αστυνομική ταυτότητα της γιαγιάς μου. Oλοκαίνουρια. Απ’ τη μικρή φωτο¬γραφία με κοιτούσε πάλι μ’ εκείνη την αγάπη της, που μας έθρεψε και μας εφοδίασε για μια ολόκληρη ζωή.
Το χωριό περίπου έρημο. Oύτε γομάρια άκουσα ούτε φωνές από γυναίκες και παι¬διά. Πήγα στο μαγαζάκι του άλλου μου θείου, του Μήτση Έξαρχου. Κάποια στιγμή, δυο φαντάροι με πλήρη πολεμική εξάρτυση έφεραν δυο Αλβανούς αιχμαλώτους. Ξέπνοοι όλοι. Ένας φαντάρος – Αθηναίος, όπως έμαθα μετά – έβριζε τον κωλότοπο, τους κωλοαλβανούς. Έκατσαν στον πάγκο και ο θείος μου τους κέρασε αμέσως λου¬κούμια.
Οι Αλβανοί τα έφαγαν λαιμαχτικά και λερώθηκαν μεριές μεριές απ’ τη σκόνη. Καίτοι είχαν κακό χάλι απ’ την ταλαιπωρία, τινάχτηκαν και καθαρίστηκαν με επιμέλεια.»

Σ. Δημητρίου, Η φλέβα του λαιμού, Πατάκης, 1998
δια την αντιγραφήν:
http://proskynhths.blogspot.com/
tezjorge@yahoo.gr

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΒΡΙΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ (26 03 2010)



Η αθυροστομία των αγωνιστών του 1821








Μέρα μνήμης, εθνικής περηφάνιας και συλλογισμού η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Σε όλα τα ΜΜΕ θα μας θυμίσουν τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην Ανεξαρτησία της Ελλάδας. Εδώ όμως, θα δούμε από μια άλλη σκοπιά τους ανθρώπους αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους σ’ αυτό το σκοπό. Δεν είναι απόπειρα απομυθοποίησης των ηρώων, είναι απλά μια ανθρώπινη πλευρά (και αρκετά χιουμοριστική – με την απόσταση του χρόνου), που – αν μη τι άλλο – αποδεικνύει και την πολιτισμική συνέχεια σε αυτόν τον τόπο. Με αφορμή, λοιπόν, ένα σχόλιο στο ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου (http://sarantakos.wordpress.com), θα παραθέσω μια εργασία της Μαρίας Ευθυμίου στα «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας σχετικά με τη βωμολοχία των πολεμιστών του ’21. Οι επίμαχες λέξεις, για ευνόητους λόγους, θα τυπωθούν διακεκομμένες. Οι σεμνότυφοι κι οι σοβαροφανείς παρακαλούνται να αλλάξουν σελίδα:
«Η λαλιά, η καθημερινή ομιλία του ‘21, δεν είναι εύκολο να μας είναι γνωστή στη φυσικότητα της. Οι αδροί και αμόρφωτοι χωρικοί που κράτησαν στους ώμους τους τον Αγώνα δεν είχαν τρόπο να αποτυπώσουν σε χαρτί την υφή και τη ροή του λόγου τους. Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι’ αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού…». Το ότι οι αγωνιστές του ‘21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς• η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ’ αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γ...ώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του. Οι «φιλοφρονήσεις», όμως, δεν λείπουν και μεταξύ συναγωνιστών και ομοφύλων: «σκατόβλαχο» αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης τον Κολοκοτρώνη, «αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ιερωμένο Παπαφλέσσα ο επίσης ιερωμένος Π. Π. Γερμανός, «κερατοκαλόγερο» ο Μακρυγιάννης έναν καλόγερο, φίλο των Κολοκοτρωναίων.
Ο Μακρυγιάννης είναι στ’ αλήθεια πολύτιμη πηγή απτού, αμέσου και πηγαίου λόγου της εποχής, Ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος γράφει ειλικρινά και παρορμητικά τα απομνημονεύματά του με τα λίγα γράμματα που μόλις έμαθε. Δεν γνωρίζει από ψευτοσυστολές και επιτηδεύσεις, γι’ αυτό κανείς μπορεί να βρει σ’ αυτόν λαγαρές φράσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την ανυποχώρητη αντίσταση που συνάντησαν οι Έλληνες εκ μέρους των αμυνόμενων Τούρκων, όταν επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο του Ακροκορίνθου, ένα κάστρο που λίγο πριν, από πανικό και φόβο, παρέδωσε στους επιτιθέμενους Τούρκους ο Έλληνας υπερασπιστής του Αχιλλέας, παρ’ ότι είχε επαρκή κάλυψη από άντρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια, «…Οι Τούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφήνει εφοδιασμένο και φεύγει• είναι Τούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Τούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γά...σε το κέρατο με τα κανόνια και τις μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφήνει όλα και πάει ναύβρη τούς συντρόφους του οπού τον διορίσαν…».
Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ‘21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Η βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.
Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πού...ος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πού...ος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γ...ώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την π...άνα!».
Οι ύβρεις του Καραϊσκάκη, διαλεγμένες μία μία, επιδιώκουν να καταδείξουν στον άτυχο Τούρκο συνομιλητή του τη νέα τάξη πραγμάτων, τις καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που η Επανάσταση έφερε, και τη θέση, πια, που έχει ο Καραϊσκάκης μεταξύ των Ελλήνων· των Ελλήνων που, λίγο παρακάτω, προσδιορίζονται και πάλι από τον Καραϊσκάκη με το γνωστό του τρόπο ποιοι είναι: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
Ο Καραϊσκάκης ήταν, βέβαια, κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη ζωώδη βωμολοχία. Αυτός ο παλιός κλέφτης, με τους βάναυσους τρόπους και την ασαφή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Αγώνα εθνική συνειδητοποίηση και στάση, θα εξελιχθεί μαζί με την Επανάσταση και θα την υπερασπίσει με την ίδια του τη ζωή, σε μια ευγενή τελική πορεία που ανέδειξε τη μαχητικότητα, την ευφυΐα, το πείσμα, την αντοχή, τη στρατηγικότητα και την παλικαριά του.»
Μαρία Ευθυμίου,
επικ. Καθηγήτρια του τομέα Ιστορίας
του Πανεπιστημίου Αθηνών

δια την αντιγραφήν:
http://proskynhths.blogspot.com/