Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Ο «ΑΝΥΠΟΤΑΧΤΟΣ» ΝΙΓΡΙΤΙΝΟΣ (28 01 2011)

Η κατά κεφαλήν καλλιέργεια
και τα χάλια στους δρόμους της πόλης μας.

«Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Οργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε».
Μπ. Μπρεχτ: Άλλαξε τον κόσμο: το ’χει ανάγκη

Τριγυρνώ στους δρόμους της πόλης, περιδιαβαίνω, αφουγκράζομαι τους ρυθμούς της, τους τριγμούς της, τους ψιθύρους των ντόπιων. Σαρώνω περισκοπικά την άσφαλτο, τα πεζοδρόμια, τα κτίρια, προσπαθώ να συγκρατήσω μια ανάσα ανάπτυξης, πολιτισμού. Μάταια.
Η προηγούμενη - και τελευταία με το παλιό σύστημα – Δημοτική Αρχή προσπάθησε να βάλει κάποιες προϋποθέσεις για μια σειρά στο οδικό δίκτυο και το κυκλοφοριακό. Και για να το πετύχει, μονοδρόμησε συγκεκριμένες οδούς και τοποθέτησε ελαστικά κολωνάκια σε κεντρικά και κομβικά σημεία, απαγορεύοντας παράλληλα και το παρκάρισμα σε ζωτικά σημεία του κέντρου. Όσο κι αν επιδέχονται κριτική τα εν λόγω μέτρα, δε μπορώ παρά να θεωρήσω ότι ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Μόνο που πριν αλέκτορα λαλήσαι, καταστρατηγήθηκαν πανηγυρικά από τους «ανυπόταχτους» (παραφράζοντας στρεβλά τον «δικό» μας Ρίτσο) Νιγριτινούς.
Παραδεκτό είναι βέβαια ότι τις μονοδρομήσεις σε συντριπτικής πλειοψηφίας ποσοστό, τις τηρούμε. Πάντα όμως έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, μήπως συναπαντηθούμε με κανέναν που στο χωριό του κάνει ό, τι θέλει και στα ξαφνικά μπορεί να βαφτίσει τον μονόδρομο διπλής κατεύθυνσης και να σε κουτουλήσει. Η μεγάλη απογοήτευση είναι με τα κολωνάκια. Δηλαδή, τα πρώην κολωνάκια, γιατί τώρα έχουν μείνει πλέον μόνο οι βάσεις τους, θλιβερά απομεινάρια μιας άλλης – όχι μακρινής – εποχής, βιδωμένα στο οδόστρωμα για να μας θυμίζουν διαρκώς ότι κάποτε υπήρξαν – ότι κάποιος προσπάθησε. Κυρίως όμως για να μας υπενθυμίζουν στο διηνεκές την απειθαρχία μας, την αδιαφορία για κάθε τι «δημόσιο», τον βανδαλισμό ως έκφραση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας – του πολιτισμού μας.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν οδηγό να σεβαστεί τη σήμανση των δρόμων; Είτε συμφωνεί με αυτήν, είτε διαφωνεί, υπήρξε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και οφείλει να την τηρήσει. Πόσο δύσκολο του είναι να αποφύγει τα κολωνάκια, να μην τα σακατέψει; Πανεύκολο. Το δύσκολο είναι να υπερβεί τα εγωτικά του όρια, να συμβιβάσει την όποια ιδιοσυγκρασία του με τις επιταγές του συνόλου. Να σεβαστεί, τέλος πάντων, τον Νόμο, δίχως κανένα προσωπικό κόστος, απλά και μόνο τηρώντας τα αυτονόητα.
Οι παραβιάσεις των κοινωνικών κανόνων συμβίωσης γίνονται και για έναν ακόμα λόγο: την έλλειψη αστυνόμευσης, αλλά και τιμωρίας. Ένας φιλότιμος Ζητάς τι να σου κάνει; Δε μπορεί να περιπολεί νυχθημερόν και να ελέγχει τον «αντρισμό» και τη μαγκιά του καθένα. Και φτάσαμε στο σημείο να αποζητούμε τον αστυνομικό! Ποια άλλη μεγαλύτερη απόδειξη της έκπτωσης των αρχών μας, της παρακμής; Βέβαια, όπως έγραφε κι ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ο Έλληνας το ζητάει το πρόστιμο. Έρχεται στα συγκαλά του, συμμορφώνεται με το νόμο, μόνο υπό την απειλή προστίμου. Γράφοντας για τα τροχαία ατυχήματα λέει σκωπτικά: «Και όταν κάποιος δεν διδάσκεται από τον θάνατο, θα διδαχτεί από την κλήση της Τροχαίας; Αν και όντως συμβαίνει αυτό: αρκετοί φοράνε τη ζώνη από τσιγκουνιά. Απίστευτο κι όμως αληθές. Δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μόν’ μας τρελαίνει το πρόστιμο. Κι αυτό είναι ένα άλλο δείγμα του μεγαλείου μας, πια, ως φυλής - ίσως δεν υπολογίζουμε ούτε μας αποθαρρύνουν τα έξοδα της κηδείας, γιατί αυτά τα πληρώνουν πάντα οι άλλοι».

Έτσι λοιπόν, είναι και ο Αστυφύλακας και το πρόστιμο μια κάποια λύση. Δυστυχώς όμως, τα ημίμετρα [Ένας (1) Ζητάς για μια πόλη!] ποτέ δεν τελεσφόρησαν. Οπότε… σπασμένα κολωνάκια και τετράτροχα και δίτροχα παρκαρισμένα εκεί που κανονικά απαγορεύεται.
Οφείλουμε βέβαια, στα πλαίσια του κόστους της παρανομίας – να συνυπολογίσουμε όχι μόνο τη δαπάνη που βάρυνε τον Δήμο κατά την σχεδίαση και αποπεράτωση του έργου, αλλά και τα επιπλέον έξοδα της αντικατάστασης των σπασμένων. Στις πρώτες ζημιές βλέπαμε την άμεση αποκατάσταση, αλλά από την προεκλογική περίοδο και δώθε, δεν ξαναφύτρωσε κανένα κολωνάκι – ίσως περίμεναν τα αποτελέσματα των εκλογών (που δεν τους δικαίωσαν) για να πράξουν αναλόγως. Τώρα η νέα Δημοτική Αρχή μάλλον προτίθεται να καταργήσει τις οδικές διαρρυθμίσεις της προηγούμενης, αφού δε φαίνεται καμιά κίνηση αποκατάστασης. Άρα, στο βρόντο η δαπάνη, που, αν ισχύει ότι το κάθε κολωνάκι στοιχίζει περίπου 60 ευρώ, μπορείτε εύκολα να υπολογίσετε πόσο μέσα μπαίνει ο Δήμος, δηλαδή εμείς. Πεταμένα λεφτά.
Και επιπλέον, αν καταργήσει τα νυν κυκλοφοριακά δεδομένα, θα πρέπει να (ξανα)μελετηθούν και να (ξανα)εφαρμοστούν καινούργια, άρα να (ξανα)δαπανηθεί δημόσιο χρήμα. Ας ελπίσουμε αυτό να γίνει για το καλό του συνόλου και για την εικόνα της πόλης και όχι για χατήρια σε ημετέρους. Για τη Νιγρίτα και όλους τους Νιγριτινούς και όχι για κάποιους Νιγριτινούς που νομίζουν ότι ευνοούνται από το κυκλοφοριακό χάος στην πόλη.
Ο Άγγελος Τερζάκης έγραφε: «Πολλοί - δεν θα πούμε οι περισσότεροι - νομίζουν πως η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα. Δεν ξέρουν πως πρόκειται γι` απόληξη κι όχι γι` αφετηρία. Δημοκρατία σημαίνει αναβαθμός πολιτισμού. Προϋποθέτει πολλά πράγματα, όχι απλώς έναν ιδεολογικό προσανατολισμό ή μια κατεύθυνση του γούστου. Γίνεσαι άξιος να υψωθείς ως τη δημοκρατική ιδέα, όταν έχεις πριν διανύσει κάποια στάδια εσωτερικού εκπολιτισμού. Μια Δημοκρατία στους Κάφρους είναι αδιανόητη…». Σε μας, ακόμα και τα κολωνάκια είναι αδιανόητα…


http://proskynhths.blogspot.com/
tezjorge@yahoo.gr


▓▓ μικρά ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓


 Πεζόδρομος Πόρτο Γερμενό. Στη Νιγρίτα πότε;


 Βρήκα τρόπο να ξεπληρώσουμε τα χαμένα χρήματα από τα κολωνάκια! Θα το ρίξουμε στη μπύρα! Μη γελάτε. Βλέπω το 26ο θέμα του πρώτου Δημοτικού Συμβουλίου: « Αποδοχή συνολικού ποσού 8.808 ευρώ […] από ΥΠΕΣΑΔ (;) που αφορά σε «ΦΟΡΟ ΖΥΘΟΥ»!!! Άρα, όσο πιο πολλές μπύρες πίνουμε, τόσο πιο πολλά χρήματα θα εισπράττει ο Δήμος!

2 σχόλια:

  1. αρα και ο Σεφερης καλα μας τα'πε

    Ο τόπος μας είναι κλειστός (Μυθιστόρημα, Ι’, Γιώργος Σεφέρης)


    Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
    που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
    Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
    μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
    τις προσκυνούμε.
    Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
    ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
    Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
    τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
    Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
    γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
    Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

    Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
    οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
    την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
    βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
    σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
    σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή