(ΧΑΜΕΝΗ) ΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ (27 03 2009)
Διάβαζα τις προάλλες ένα παλιότερο κείμενο του Χρήστου Γιανναρά, στο οποίο με αφορμή μια επίσκεψή του σε δυτικοευρωπαϊκή πόλη σχολίαζε το οικιστικό περιβάλλον της Ελλάδας. Παρατηρούσε ότι οι πόλεις στον τόπο μας πλέον δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ώστε να διαφέρουν από τις υπόλοιπες: τα σπίτια, οι απρόσωπες πολυκατοικίες, ισοπεδωτικά ομοιόμορφες, έχουν θάψει κάτω από τα θεμέλιά τους τη βιωματική σχέση του νεοέλληνα με τους άμεσους προγόνους του και τη λαϊκή σοφία της αρχιτεκτονικής τους. Έτσι χάνεται και η όποια αίσθηση καταγωγής και συνέχειας.
Αυτόματα η σκέψη οδηγείται στα καθ’ ημάς. Βέβαια η επιφυλλίδα του μιλούσε για πόλεις, αλλά μήπως και στις κατ΄ευφημισμό κωμοπόλεις, όπως η Νιγρίτα, δεν ανιχνεύουμε ανάλογη προσέγγιση του οικιστικού προβλήματος; Ρίχνοντας, ας πούμε, μια ματιά στο κέντρο και τους γύρω δρόμους, το οπτικό μας πεδίο θολώνει από τερατουργήματα αμφιβόλου αισθητικής, που λες και με το πέρασμα των χρόνων – από τη δεκαετία του ’80 κι ύστερα – αύξαιναν παράλληλα και οι όροφοί τους. Τρεις, τέσσερις, πέντε, και φτάσαμε να δούμε σε μια πολίχνη τεσσάρων-πέντε χιλιάδων νοματαίων εφταόροφη οικοδομή!
Βέβαια, η δεκαετία του ’80 γέννησε, εκτός των άλλων, και το μοναδικό ελληνικό φαινόμενο της αντιπαροχής, που σατιρίστηκε και χλευάστηκε τόσο από το θέατρο-επιθεώρηση (Χάρρυ Κλυνν), όσο και από τραγουδοποιούς (Ζουγανέλης - Παπακωνσταντίνου), καθώς συνδέθηκε με την πειναλέα ευκαιρία για εύκολο πλουτισμό μέσα από την εμπορία της γης. Είδαμε λοιπόν, τους νεοέλληνες να ξεπουλάν γκρεμίζοντας το σπίτι του παππού με αντάλλαγμα διαμερίσματα ή καταστήματα στη νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία του ανοιχτομάτη εργολάβου – πρακτική που άλωσε την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Και πώς να επιβιώσει μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο η αίσθηση της καταγωγής, του «ανήκειν»; Καλό είναι να διαλαλούμε ότι καταγόμαστε απ’ ευθείας από τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά η ροή της ιστορίας έχει κι άλλες στάσεις. Πώς να συνδεθεί βιωματικά μια τέτοια σχέση με απόσταση χιλιετιών, όταν έχουμε κόψει βάναυσα τη ρίζα που θα μας ένωνε με τους κοντινότερους προγόνους μας; που θα μας έδινε μια δυνατότητα να νιώσουμε την παρουσία τους, την ανάσα τους, τη μοναδικότητά τους∙ μια βεβαιότητα συνέχειας στην καθημερινότητά μας ή και ένα έρεισμα για το μέλλον.
Βλέπουμε λοιπόν, ακόμα και στη Νιγρίτα, να έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης τα χαρακτηριστικά κτίσματα που κοσμούσαν το κέντρο της και τα θαυμάζουμε σε κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες-υπολείμματα του παρελθόντος, όταν μας δίνεται η ευκαιρία. Κτίσματα που θα μπορούσαν να προσεχθούν, να συντηρηθούν με τις απαραίτητες βελτιώσεις, ώστε να γίνουν λειτουργικά και να κρατήσουν το τοπικό χρώμα, διατηρώντας έτσι και το μέγιστο των δυο-τριών ορόφων στην πόλη μας. Αντίθετα (κι εδώ συνεπικουρεί το βουλγαράκειο θέσφατο «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»), οι πολεοδομικοί νόμοι επέτρεψαν την ειδεχθή αύξηση των ορόφων ή τα παραθυράκια τους δεν ήταν εντελώς κλειστά. Με αποτέλεσμα, πέρα από την παντελή έλλειψη ιδιαιτερότητας και πέρα από τον βιασμό της αισθητικής, να χαθεί και ο ορίζοντας κλείνοντας το βλέμμα μας μέσα σε μπετόν, γυαλί και σίδερο.
Ευτυχώς, όμως η πόλη δεν είναι μόνο το κέντρο της. Στους μαχαλάδες επιβιώνουν ακόμη πολλά σπίτια αλλοτινά, που διασώζουν την ιστορικότητα, την παρουσία μέσα στο χρόνο, το «ένσαρκο» βίωμα της καταγωγής και της συνέχειας, και έχουν αποτυπωθεί και καταγραφεί πολλά από αυτά σε μελέτες (όπως αυτή του Β. Παπαθανασίου). Κι ευτυχώς, υπάρχουν μερακλήδες, που συναισθάνονται ούτως ή άλλως την ανάγκη και τη δύναμη της διατήρησης της κληρονομιάς και μπορούμε, αν μη τι άλλο να ελπίζουμε. Αυτοί όμως, δεν είναι ο κανόνας...
Ο Χρήστος Γιανναράς μιλούσε στο γραπτό του και για άλλα χάλια του νεοελληνικού οικιστικού περιβάλλοντος: για τον «πνιγμό» από ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών και παρκαρισμένα ιδιωτικά αυτοκίνητα∙ για το πρώτο όχι τόσο, αλλά για το δεύτερο μήπως ήρθε η ώρα να το αντιμετωπίσουμε και στο δικό μας Δήμο;
tezjorge@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου