Η ΒΑΝΑΥΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ (03 04 2009)
«Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι
θα τους στοιβάξουν στην σειρά οι ξένοι πολισμάνοι
Άλλοι θα 'χουν τον τρόπο τους και θα ευδοκιμήσουν
κι άλλοι ως να πεθάνουνε την δίψα δεν θα σβήσουν»
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Στις 21 Μαρτίου 1960, 70 φοιτητές που διαδήλωναν ειρηνικά κατά των νόμων του απαρτχάιντ στην πόλη Σάρπβιλ της Νοτίου Αφρικής έχασαν τη ζωή τους από εν ψυχρώ πυροβολισμούς της ρατσιστικής αστυνομίας. Μετά από έξι χρόνια, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε την 21 Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων. Μετά από τόσα χρόνια, το να μιλάμε ακόμα για ρατσισμό και να προσπαθούμε να τον εξαλείψουμε, κάθε άλλο παρά μας τιμά. Το να χαρακτηρίζουν όμως κάποιοι προοδευτικοί συλλήβδην τους Έλληνες ως ρατσιστές αντίκειται στη λογική και προκαλεί σκέψεις.
Ο Έλληνας – όσο γενικευτικό κι αν ακούγεται – δεν φοβάται τον ξένο. Έζησε στο πετσί του την προσφυγιά και τη μετανάστευση για δεκαετίες, γνώρισε από πρώτο χέρι τη «φιλόξενη» υποδοχή των ανεπτυγμένων δυτικών της Γερμανίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας. Όλοι έχουμε συγγενείς που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στα ξένα, όπου τους δόθηκε η ευκαιρία μετά τις πρώτες δυσκολίες να ριζώσουν και οι περισσότεροι να πετύχουν. Άρα τον πόνο και την ανάγκη την έχουν βίωμα και τα πικρά βιώματα ανοίγουν το δρόμο της κατανόησης και της αλληλεγγύης.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες βρέθηκαν απροετοίμαστοι πριν μια εικοσαετία περίπου μπροστά σε αιφνίδιες και καταιγιστικές εξελίξεις, για τις οποίες ούτε καν ζητήθηκε ποτέ η γνώμη τους (τα δημοψηφίσματα συνήθως καίνε και γι’ αυτό οι άρχοντες τα αποφεύγουν): το άνοιγμα των συνόρων με την Αλβανία. Γιατί κακά τα ψέμματα, οι εκδηλώσεις ρατσισμού στην Ελλάδα σπάνια έχουν άλλους αποδέκτες εκτός από τους Αλβανούς. Ήταν τότε που πρωτοψελλίζονταν η έννοια «παγκοσμιοποίηση», τότε που κατέρρεε το καθεστώς Χότζα, τότε που άνοιγαν οι αλβανικές φυλακές και κάθε καρυδιάς καρύδι με το καλάζνικοφ παραμάσχαλα μπορούσε να παρεισφρύσει μέσα στο πλήθος των υπόλοιπων ταλαιπωρημένων Αλβανών που έψαχναν τη δική τους καλύτερη μοίρα στην ξενιτιά και να δώσει το αρνητικό στίγμα.
Και ο σκεπτόμενος πολίτης νομοτελειακά οδηγείται στην ευθύνη του κράτους. Του κράτους «πρόνοιας» που οφείλει να προνοεί για όλους, και για τους γηγενείς και για τους μετανάστες. Έχει καταγράψει το οργανωμένο κράτος τις ανάγκες του για ξένα εργατικά χέρια; Πόσους χρειάζεται; Έχει φροντίσει τον έλεγχο της ποιότητας των μεταναστών; Ποιους χρειάζεται; Γιατί εμπόρους ναρκωτικών, κλέφτες ή φονιάδες έχουμε αρκετούς δικούς μας, τι να τους κάνουμε τους άλλους; Τίμιους και εργατικούς δεν έχουμε για να δουλέψουν στις δουλειές που παρατήσαμε ή απαξιώνουμε. Έχει μεριμνήσει για τη κατανομή των μεταναστών στις περιοχές όπου χρειάζονται την εργασία τους; Έχει εξασφαλίσει για αυτούς νόμιμο μισθό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψή, αυτονόητα δικαιώματα; Πώς είπατε; Αυτή η κρατική ανυπαρξία δεν υποδαυλίζει το ρατσισμό;
Κι όταν έρθει ο μετανάστης και ψάχνει για δουλειά και δε βρίσκει (ή όταν βρει, ανακαλύψει την εκμετάλλευση, το λειψό μεροκάματο, την αγένεια, την αθλιότητα) τι θα κάνει; Δεν θα του δημιουργηθεί ένα δικαιολογημένο μίσος (ή και ρατσισμός) για τους ντόπιους και δεν θα αναγκαστεί να οδηγηθεί σε μεθόδους για να επιβιώσει που ούτε ο ίδιος θέλησε; Και έτσι δεν προκαλείται αλυσιδωτά και ο ρατσισμός ακόμα και των καλοπροαίρετων ντόπιων; Όχι ότι δεν υπάρχουν οι παράφρονες φανατικοί εκείνοι που διαιωνίζουν το ασπόνδυλο είδος του ρατσιστή, αλλά αυτοί εντοπίζονται απανταχού της γης και μειοψηφούν.
Και αδυσώπητο επανέρχεται το ερώτημα: το κράτος πού είναι; Για να φύγεις μετανάστης στη Γερμανία έπρεπε συγγενής σου που ήδη βρισκόταν εκεί να εγγυηθεί για σένα και να δηλώνεις πού μένεις και εργάζεσαι. Στην Αμερική πάλι, ενδιαφέρουσες είναι οι διαδικασίες ελέγχου που περνούσαν άπαντες στο νησί Έλλις της Ν. Υόρκης. Κανείς όμως δεν θέλει τα άκρα, μόνο κάποιες ενδείξεις ότι ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί, για καλύτερες συνθήκες για όλους. Αποτροπιασμό προκαλούν οι χειρισμοί των κυβερνήσεων παγκοσμίως. Οι Αμερικανοί, οι Ισπανοί και οι Ισραηλινοί σήκωσαν τείχη του αίσχους για να «προστατευθούν» από Μεξικανούς, Αφρικανούς και Παλαιστίνιους αντίστοιχα. Οι Ιταλοί πετούσαν ανθρώπους στη θάλασσα. Και οι δουλέμποροι ανενόχλητοι πλουτίζουν από την ελπίδα και το αίμα των άλλων.
Κι επειδή το κράτος μάλλον τελεί εν αφασία και οι λειτουργοί του είναι ή ανίκανοι ή δέσμιοι, εναπόκειται -πάλι- στους πολίτες να αναδείξουν το σοβαρό πρόσωπο της χώρας. Με τη σκέψη ότι όλοι είμαστε άνθρωποι, έχουμε τα ίδια δικαιώματα, ότι η ζωή τα φέρνει μία έτσι και μία αλλιώς και ότι αύριο ίσως εμείς να βρεθούμε σε ανάγκη, χρωστάμε να προσπαθήσουμε ειλικρινά να ανατρέψουμε τα στερεότυπα και τον ρατσισμό (έμφυτο ή επείσακτο) και να τον εξαλείψουμε από το λεξιλόγιο και τη ζωή μας, έτσι ώστε να μην υπάρχει πλέον η ανάγκη να έχουμε στο ημερολόγιο «μέρα κατά του ρατσισμού».
tezjorge@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου