Κεφ. ΙΙΙ. ΟΙ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ
"Ένας όμιλος Αμερικάνοι στοιχημάτισε μ' ένα φελάχο. Αν ανεβεί και κατεβεί τη μεγάλη πυραμίδα σε έξι λεφτά, θα του δώσουν μισή λίρα. Ο δυστυχής φελάχος, λιγνός, πεινασμένος, ορμά και σκαρφαλώνει απελπισμένα τους μεγάλους ογκόλιθους, πότε φαίνεται να πηδά, πότε να εξαφανίζεται, φτάνει τέλος στην κορφή, και χύνεται πάλι ευθύς κάτου κατρακυλώντας και κατεβαίνει.
Τον παρακολουθώ με αγωνία. Οι Αμερικάνοι κρατούν το ρολόι στο χέρι και μετρούν. Ο άνθρωπος, ξεπνεμένος, έφτασε, σωριάστηκε στα πόδια τους και σήκωσε το λαιμό λαχανιάζοντας. Μα οι Αμερικάνοι είχαν κερδίσει - κι έφυγαν χαχαρίζοντας. Ο φελάχος άρχισε να κλαίει... Είπα σ' έναν αράπη που ήταν μαζί μου:
- Πες του να πιάσει πέτρες και να τους σπάσει το κεφάλι.
Μα ο αράπης γέλασε:
-Γιατί; Έχουν δίκιο τ' αφεντικά να μην τον πληρώσουν. Έχασε.
- Μα γιατί να γελούν;
- Οι κερδισμένοι πάντα γελούν - δεν το ξέρεις;
Μέσα στον παμπάλαιον αυτό αέρα της σκλαβιάς, μου εφάνη πως ο μικρός αυτός διάλογος φώτισε όλη την Ιστορία της Αιγύπτου. Σα σχόλιο ιερογλυφικό, από γεράκια, λαγούς και κομμένα χέρια, χαραγμένο πάνου στην πυραμίδα."
Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, Αίγυπτος, 1927