Ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Πολιτικών Α», αναφέρει ότι «το να ψάχνουμε σε κάθε τι την χρησιμότητα, καθόλου δεν ταιριάζει σε μεγαλόψυχους και ελεύθερους ανθρώπους». Λέει δηλαδή ο φιλόσοφος ότι δεν είναι ανάγκη ένας άνθρωπος να ζητάει όφελος, κέρδος, χρησιμότητα σε κάθε ενέργειά του. Άρα, υπάρχουν και πράγματα στη ζωή, στα οποία μπορεί να ανιχνεύουμε στοιχεία χωρίς καμία σχέση με αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως άμεσα χρήσιμο ή πρακτικό. Κι ένα τέτοιο πράγμα θαρρώ πως είναι και η Τέχνη.
Όχι, προς Θεού, ότι η Τέχνη δεν είναι χρήσιμη. Ίσα ίσα. Αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος, σχεδόν εξ ολοκλήρου, την έχει εξοβελίσει από τη ζωή του (όχι πάντα με δικιά του ευθύνη), με αποτέλεσμα να έχει επικρατήσει η αντίληψη πως η ενασχόληση με κάποια μορφή τέχνης που υπερβαίνει τα σπιθαμιαίου αναστήματος τηλεοπτικά νεοελληνικά πρότυπα, να θεωρείται δείγμα ελιτισμού και αυτός που ασχολείται με κάτι τέτοιο (όπως π.χ. η ποίηση), αβασάνιστα χαρακτηρίζεται «κουλτουριάρης» - ή καλύτερα – «ψευτοκουλτουριάρης» και καθαρίσαμε! Μπήκε η ταμπέλα και αμέσως αποενοχοποιήσαμε τη δική μας κενότητα, ανυψώσαμε τη δικιά μας «ποιότητα»!
Φτάσαμε δηλαδή, στο σημείο η λέξη «κουλτούρα» (culture = πολιτισμός, καλλιέργεια) να σημαίνει στη μίζερη νεοελληνική πραγματικότητα, όπου οτιδήποτε δεν αποτιμάται σε ποσοτικό κέρδος, μυκτηρίζεται, κάτι το μειωτικό, το ταπεινωτικό, καθώς ο (ψευτο)κουλτουριάρης μυρίζει ναφθαλίνη, κλεισούρα γραφείου ή εργαστηρίου, ακοινωνησία και πολλές φορές επιφανειακό ενδιαφέρον για το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται (εξ ου και το «ψευτό»). Δυστυχώς, όμως υπήρξαν και τέτοιοι «πνευματικοί» άνθρωποι (ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τους αναλύει στο έργο του «Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων») που, λειτουργώντας ακριβώς έτσι, έδωσαν πατήματα για να παγιωθεί το κακό αυτό στερεότυπο για όλους όσοι προσπαθούν να εμπλουτίζουν το πνεύμα τους.
Ας τους αφήσουμε όμως, αυτούς. Θεωρούμε σήμερα ότι το να διαβάσεις ένα ποίημα, να ατενίσεις έναν πίνακα ζωγραφικής ή να ακούσεις ένα κομμάτι κλασικής μουσικής είναι χάσιμο χρόνου (δεν αποδίδει χειροπιαστό όφελος κλπ, κλπ). Είναι έτσι τα πράγματα; Όχι ακριβώς. Ένα ισχυρό επιχείρημα που χρησιμοποιείται σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις (ποίηση, κλασική μουσική), είναι ότι «δεν το καταλαβαίνουμε». Γνωστή η – παιδιάστικη - αντίδραση: «και τι με νοιάζει εμένα τι ήθελε να πει ο ποιητής» , «γιατί δεν το λέει πιο απλά και μας βασανίζει;» ή «θα κοιμηθούμε με αυτές τις κλασικούρες». Στην ουσία πρόκειται για τη γνωστή παροιμία: όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
Το θέμα όμως είναι ότι δε φταίει η αλεπού που δεν μπορεί να καλύψει την απόσταση από το αντικείμενο του πόθου της. Φταίνε άλλοι, που δε φρόντισαν να εφοδιάσουν την καημένη την αλεπού με την απαιτούμενη αλτική ικανότητα ή με ένα σκαμνάκι, βρε αδελφέ, ώστε να αρπάξει τα σταφύλια. Πού μπορούμε να βρούμε αυτό που αυτάρεσκα ονομάζουμε αισθητική παιδεία, αισθητική καλλιέργεια; Στην οικογένεια, που όλοι τρέχουν πανικόβλητοι να προλάβουν με τις δουλειές τους και οι περισσότεροι έχουν τη νοοτροπία που αναφέραμε πιο πάνω (δεν αποδίδει χειροπιαστό όφελος κλπ, κλπ); Στο σχολείο, που θα είναι τυχερό όποιο έχει την πολυτέλεια καθηγητή Αισθητικής Αγωγής, και με 25-30 παιδιά στο τμήμα; Στην τηλεόραση (ας γελάσω), που καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του ελεύθερου χρόνου του νεοέλληνα γεμίζοντάς το με εγχώριες και εισαγόμενες αρλούμπες; Πού;
Έστω όμως, ότι δεχόμαστε ως δεδομένη την αδυναμία της πλειονότητας να προσεγγίσει και να κατανοήσει ένα έργο τέχνης απαιτήσεων, καθώς ούτε έχει «παιδευτεί» κατάλληλα, ούτε πήρε πρωτοβουλία να διαβάσει κάποια πράγματα από μόνος του που θα τον βοηθήσουν να ξεκλειδώσει το έργο. Κι όμως, το έργο πάλι έχει να πει κάποια πράγματα στον προσεκτικό και ενδιαφερόμενο. Το έργο τέχνης, από τη στιγμή που φεύγει από τον δημιουργό του, παύει πλέον να είναι δικό του. Γίνεται κτήμα του οποιουδήποτε το προσεγγίζει. Και εκείνη τη στιγμή το έργο είναι σαν να φτιάχτηκε για εκείνον. Δεν έχει σημασία η πρόθεση του καλλιτέχνη, τα μηνύματα που θέλει να περάσει. Σημασία έχει τί λέει το έργο στον κάθε άνθρωπο, κάτι που φυσικά συναρτάται με τις εμπειρίες, τα βιώματα, την ψυχοσυναισθηματική σύσταση και κατάσταση του καθένα. Και πολλές φορές συμβαίνει εκπληκτικά να ταυτίζεται η πρόθεση του καλλιτέχνη-πομπού με την προσωπική ερμηνεία του δέκτη.
Εύγλωττο παράδειγμα: στην αξιόλογη εκδήλωση του Δήμου μας για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, κάποια στιγμή παραστάθηκε από το Εργαστήρι του Λευτέρη Αερόπουλου το έργο του Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Μια μαυροντυμένη ηλικιωμένη γυναίκα κάνει έναν απολογισμό της ζωής της μια φεγγαρονυχτιά σε ένα σκοτεινό δωμάτιο παλιού σπιτιού. Ενώ, λοιπόν, η ηθοποιός του Αερόπουλου εκτελούσε το μονόλογο του ρόλου της, κάποιος από τους θεατές πίσω πίσω - όχι από αυτούς που νόμιζαν ότι, επειδή ήταν έξω από τον προαύλιο χώρο, δεν ακούγονταν τα χαχανητά και τα μουχαμπέτια τους μέσα σε αυτόν (άλλο εξαίσιο δείγμα της νιγριτινής λεπτότητας, αβρότητας και καλλιέργειας )! - μουρμούρισε: «μνημόσυνο»!
Έτσι του φάνηκε, αυτή την εντύπωση του έδωσε το σκηνικό, αυτό «τού είπε» το έργο. Κι όμως, πόσο δίκιο είχε! Πού νά ‘ξερε ότι ο Ρίτσος με τη «Σονάτα», στην ουσία έκανε το μνημόσυνο (ή την κηδεία καλύτερα) του ξεπερασμένου και ξεπεσμένου (για τα μάτια ενός αριστερού ποιητή που έβλεπε μπροστά) μικροαστικού τρόπου ζωής της δεκαετίας του ’50. Αυτόν τον τρόπο ζωής που σάπιζε, δηλαδή το παρελθόν της, την ίδια της τη ζωή θρηνούσε και ξόρκιζε η ηρωίδα. Είχε μελετήσει ο βροντόφωνος θεατής το έργο; Προφανώς, όχι. Η διαίσθησή του όμως, αυτό το απαραίτητο εφαλτήριο για να προσεγγίσουμε σωστά κάτι, δεν τον πρόδωσε. Αντίθετα, έδωσε – χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το θέλει – έναν τέλειο συνοπτικό προσδιορισμό του περιεχομένου του έργου.
Συνεπώς, τα έργα τέχνης δεν είναι απρόσιτα, δεν απέχουν τόσο από τα δικά μας βιώματα. Εφάπτονται με τις διαχρονικές συνήθειες και τρόπους που επιζούν και σήμερα ορίζοντας τη συνέχεια και τους δεσμούς της ελληνικής κοινότητας, του συλλογικού βίου σε αυτόν τον τόπο. Σε κάθε έργο τέχνης υπάρχει μια ακρούλα για να πιαστείς και να ξεκινήσεις. Και μια επαφή με την ακρούλα αυτή μπορεί να ανοίξει δρόμους. Από κει και πέρα τί γίνεται; Έχουμε τη θέληση και τη διάθεση να βαδίσουμε αυτούς τους δρόμους; Άραγε έψαξε ο «ερασιτέχνης κριτικός», όταν πήγε στο σπίτι του, να βρει λίγα πράγματα για το Ρίτσο ή έμεινε στο «μνημόσυνο»; Βάδισε το δρόμο που του άνοιξε η διαίσθηση ή να αρχίσουμε να μοιράζουμε τα κόλλυβα για την συλλογική μας «αισθητική καλλιέργεια»;
tezjorge@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου