Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ (15 01 2010)
Κάποτε οι εφημερίδες ήταν είδος πολυτελείας. Τις διάβαζαν σχετικά λίγοι – κατά κανόνα μορφωμένοι. «Κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα» έγραφε ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα». Ή άνθρωποι που είχαν τα μυαλά τους ανοιχτά και προσπαθούσαν να τα ανοίξουν ακόμα περισσότερο. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η εφημερίδα που διάλεγε ο καθένας τον στιγμάτιζε, ήταν ένα στοιχείο της ταυτότητάς του, του ιδεολογικού και πολιτικού προσανατολισμού του και έφτανε στα χέρια του αναγνώστη χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια από πλευράς των εκδοτών, παρά μόνο με την ποιότητα των περιεχομένων της.
Καταλάβαινες εύκολα, λόγου χάρη, τι ψήφιζε κάποιος που κατέβαζε από τα μανταλάκια του Στάμου μια «Βραδυνή», αν ξεδιάλεγε από την ξύλινη προθήκη του Φοινικόπουλου μια «Αυριανή» ή αν τύλιγε τα παλιότερα χρόνια κάτω από τη μασχάλη του έναν «Ριζοσπάστη», κοιτάζοντας καχύποπτα δεξιά κι αριστερά. Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι εφημερίδες, όπως και τα κόμματα άλλωστε, έχουν βάλει νερό στο κρασί τους και ακολουθώντας τη διαγράμμιση της παγκοσμιοποίησης, μοιάζουν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους. Αρκετές μάλιστα, σχεδόν έχουν υποστεί μετάλλαξη, ούτως ώστε να έχουμε χάσει το μπούσουλα και να μη μπορούμε να αντιληφθούμε την κατεύθυνσή τους. Και αυτοί που σήμερα κοιτάζουν καχύποπτα δεξιά κι αριστερά, κρύβουν κάτω από τη μασχάλη τον «Στόχο».
Άλλαξαν τα πράγματα. Εφημερίδες στηρίγματα της «Αλλαγής» κάνουν δεξιά στροφή, άλλες της «συντηρητικής» ιδεολογίας κάνουν ανοίγματα σε θέσεις «προοδευτικές», οι ακροαριστεροί συμφωνούν σε πολλά με τους ακροδεξιούς και σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι πλέον τα κριτήρια για τη γραμμή μιας εφημερίδας έπαψαν να είναι αμιγώς οι ιδεολογίες, καθώς κι αυτές ακόμα θυσιάζονται μπροστά στο φάσμα του ανταγωνισμού και της ανάγκης αναπροσαρμογής των μεθόδων προώθησης του προϊόντος ενόψει νέων καιρών και κερδών .
Νέες πρακτικές λοιπόν για τις τελευταίες δεκαετίες του Τύπου στην Ελλάδα. Τώρα δεν είναι αρκετό το περιεχόμενο, δε φτάνουν οι συντάκτες – διαμάντια, οι έρευνες, οι αποκλειστικότητες, η διακίνηση ιδεών. Τώρα, για να πουληθεί μια εφημερίδα πρέπει να τυλιχτεί σε νάυλον που θα εμπεριέχει το δόλωμα: ταινίες σε dvd, cd με «αγαπημένα» τραγούδια «αγαπημένων» καλλιτεχνών, ένθετα ποικίλης ύλης που ενδιαφέρουν το κοινό, παιδικά περιοδικά και, κατά καιρούς, ό, τι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου σε μπιχλιμπίδια και «χρήσιμα», «έξυπνα» δώρα. Κι όταν έγιναν αυτές οι αλλαγές, καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω. Έπεσαν με τα μούτρα όλοι να αγοράζουν τις εφημερίδες. Οι εφημεριδοπώλες έβγαλαν τεφτέρια για να «κρατάν» τα φύλλα για αυτούς που τα προπλήρωναν για να μην τυχόν τα χάσουν. Αυξήθηκαν όπως είναι φυσικό οι πωλήσεις και γέμισαν τα ράφια και οι βιβλιοθήκες των σπιτιών με ταινίες τόσες, που είναι αδύνατο να καθίσει κάποιος και να τις δει όλες.
Δεν χρειάζεται φυσικά να αναφερθώ στην ποιότητα πολλών από τις προσφορές. Ταινίες στα αζήτητα και μουσική να σε πάρω να φύγουμε. Δεν πειράζει όμως. Ο άλλος θέλει να κάνει την ταινιοθήκη του και να διευρύνει τα μουσικά του ακούσματα. Οπότε, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Και δεν πρέπει να ξεχάσω ότι μέσα και στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης, πολλές εφημερίδες συνεργάζονται με περιοδικά και κυκλοφορούν μαζί σε συμφέρουσα τιμή. Ακόμη, η τακτική αυτή έφτασε μέχρι το σημείο να συμπεριλαμβάνονται στις προσφορές τους και βιβλία. Βέβαια στην αγορά των βιβλίων η κρίση είναι διαχρονική κι έτσι οι όποιες διαμαρτυρίες εκδοτικών οίκων ούτε που ακούστηκαν.
Σημεία των καιρών. Οι εφημερίδες δεν πωλούνται πλέον στο κοινό απλά και μόνον για τα γραπτά τους. Και κατά συνέπεια, η εισαγωγή στοιχείων μάρκετινγκ προκάλεσε την αντίδραση πολλών ανθρώπων του Τύπου, καθώς θεώρησαν ότι έτσι θίγεται η δουλειά τους, υποβαθμίζεται ο ρόλος και η λειτουργία τους και φτάνουν πολλές φορές στο εξευτελιστικό σημείο να πληρώνονται για να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων. Πολλές φορές έτυχε να δω άνθρωπο να αγοράζει μια εφημερίδα, να κρατάει την προσφορά και να πετάει χωρίς καν να την ξεφυλλίσει, την ίδια την εφημερίδα. Έτσι λοιπόν, όταν οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τις πωλήσεις να ανεβαίνουν, χαίρονται ή αναρωτιούνται;
Σημεία των καιρών. Η κατά γενική ομολογία αδιαφορία των νέων ανθρώπων, αλλά και πολλών ωριμότερων για την πολιτική, τους πολιτικούς, τους πολιτικάντηδες και τα τεκταινόμενα σε αυτόν τον χώρο, εκφράζεται με σαφή τρόπο και σε αυτήν την αλλαγή πορείας. Έπρεπε οι εφημερίδες να βρουν τρόπους να τραβήξουν ξανά την προσοχή του κοινού. Η απολιτίκ ταυτότητα και συμπεριφορά μεγάλου ποσοστού της κοινωνίας ανάγκασε τους εκδότες να στραφούν σε αυτές τις νέες πρακτικές προσέγγισης του κόσμου, που όχι μόνο δε βλάπτουν, αλλά και οι περισσότερες κεντρίζουν το ενδιαφέρον του. Αρκεί να πληρούν τις ποιοτικές προϋποθέσεις και να μην καπελώνουν τις στήλες των συντακτών υποβαθμίζοντάς τες.
Συμπερασματικά, μπορούμε να θεωρήσουμε ευπρόσδεκτα όσα καλά μας προσφέρει η αγαπημένη μας εφημερίδα, κι ας εκτοξεύουν την τιμή της. Αρκεί όμως η εφημερίδα μας να μην κάνει εκπτώσεις στο επίπεδο των συντακτών της. Να μην εφησυχάζει με τα μεγάλα νούμερα στις πωλήσεις λόγω των προσφορών και αποδυναμώνει το έμψυχο δυναμικό της. Αρκεί να μην παραβλέψει την ποιότητα για την ποσότητα. Να μη σταματήσει να ασκεί τον πρωταρχικό της ρόλο του ελέγχου της εξουσίας, της αποκάλυψης των ατασθαλιών, της γόνιμης κριτικής. Και προπάντων, αν αυτό πλέον είναι δυνατό, να μην ενέχεται με κανέναν τρόπο σε αυτό που ονομάζεται διαπλοκή και τόσο κακό έκανε στη λειτουργία των ΜΜΕ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου