Μεγαλοβδομάδα
και φέτος, στον κύκλο του Χρόνου οι απανταχού Χριστιανοί συμπαρίστανται στα
πάθη του Θεανθρώπου. Θεός και Άνθρωπος. Πάθη θεϊκά και ανθρώπινα. Ανθρώπινα
πάθη.
Συμμετέχουμε νοερά, τελετουργικά στα Πάθη,
έχοντας την βεβαιότητα της Ανάστασης του Μ. Σαββάτου. Από τα Πάθη στην Ανάσταση,
λίγες μέρες υπέφερε ο Θεάνθρωπος ως τη Λύτρωση της Ανάστασης. Πόσες μέρες,
μήνες ή χρόνια μπορεί να βιώνουν οι άνθρωποι – όχι ξένοι, όχι μακρινοί, δικοί μας
άνθρωποι – τα δικά τους ανθρώπινα πάθη προσδοκώντας, δίχως καμιά βεβαιότητα,
την δική τους Ανάσταση;
Μεγάλη Πέμπτη, μπαίνοντας στον Αϊ Γιώργη
αργά το βράδυ να προσκυνήσω τον Σταυρωμένο, είδα στα αριστερά στασίδια έναν
άλλον σταυρωμένο κι αναστημένο. Έναν άνθρωπο δικό μας. Τον είχα δει και τις προηγούμενες
μέρες μετά από πολύν καιρό, όταν βγήκε, χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Βλέποντάς τον όμως
ξανά, σε τούτον τον χώρο της Εκκλησιάς, σε τούτον τον χρόνο της Μεγάλης
Πέμπτης, κυκλωμένο από οικογένεια και φίλους, ο νους μου δεν μπόρεσε να
αποφύγει σκόρπιους τους στίχους του Σικελιανού:
«[…]Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήµα σάµπως κύµα απλώθη
το φως ως µε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη µέση
απ’ τά «Χριστός Άνέστη » µιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήµα σάµπως κύµα απλώθη
το φως ως µε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη µέση
απ’ τά «Χριστός Άνέστη » µιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάµπασµα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαµένο
στον πόλεµο - και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, µε ποδάρι ξύλινο,
και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
µε τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
τού Στειριού, µια στην όψη, µια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έµπαινε πιο µέσα!
των κοριτσιών το λάµπασµα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαµένο
στον πόλεµο - και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, µε ποδάρι ξύλινο,
και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
µε τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
τού Στειριού, µια στην όψη, µια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έµπαινε πιο µέσα!
Και τότε, - µάρτυράς µου να ‘ναι ό στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος, -
απ’ το στασίδι πού ‘µουνα στηµένος
ξαντίκρυσα τη µάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το µαντίλι, να χιµήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως το είδα ο στίχος µου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιµο: «Μάτια µου, Βαγγέλη!»
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος, -
απ’ το στασίδι πού ‘µουνα στηµένος
ξαντίκρυσα τη µάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το µαντίλι, να χιµήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως το είδα ο στίχος µου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιµο: «Μάτια µου, Βαγγέλη!»
Κι ακόµα, - µάρτυράς µου να ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος,-
ξοπίσωθέ της, όσες µαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης, […]»
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος,-
ξοπίσωθέ της, όσες µαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης, […]»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου