Με αφορμή τις δηλώσεις Ρεπούση και τις συζητήσεις που ακολούθησαν, θυμήθηκα ένα σχετικό κείμενο που είχα δημοσιεύσει προ τριετίας. Ιδιαίτερη δε εντύπωση μου έκανε το ότι με τη γλωσσολόγο Μάρω Κακριδή - Φερράρι, η οποία συνεισέφερε την άποψή της σε ένα σχετικό αφιέρωμα του Άθω Δημουλά στο περιοδικό "Κ" της Καθημερινής (22 Σεπτεμβρίου 2013), σχεδόν ταυτιζόμαστε σε συγκεκριμένο σημείο της επιχειρηματολογίας, όσο κι αν μπορεί να διαφωνούμε στο συμπέρασμα!
Λέει: "...η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι αναμφισβήτητα νεκρή σαν μορφή, όχι όμως η ελληνική γλώσσα γενικά(sic).Αυτή επιζεί, μέσα από την εξέλιξή της, στη νέα ελληνική - κάπως σαν την επιβίωση χαρακτηριστικών των προγόνων μας μέσα από εμάς, όσο κι αν οι ίδιοι είναι πράγματι νεκροί και εμείς ριζικά (αλλά όχι απόλυτα) διαφορετικοί [...]".
Ανεβάζω ξανά το παλιό κείμενο:
"Η κουβέντα για τη γλώσσα είναι μια κουβέντα που διαρκεί όσο περίπου και η ίδια η γλώσσα, δηλαδή αιωνίως. Τα τελευταία όμως χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη σχέση της νέας ελληνικής με την αρχαία, για το κατά πόσο είναι σωστό να διδάσκονται (όπως διδάσκονται) τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, για το αν η αρχαία ελληνική είναι νεκρή γλώσσα κ.λπ.
Υπάρχουν λοιπόν φωνές που υποστηρίζουν ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια νεκρή γλώσσα, με τη σημασία ότι δεν μιλιέται. Σύμφωνοι, δε μιλάμε καμία από τις αρχαίες διαλέκτους. Όμως, τι είναι τα σημερινά ελληνικά, αν όχι μια συνέχεια, μια παραλλαγή, μια μετεξέλιξη της αρχαίας;
Εικόνα 1 ΣΟΦΟΥ ΠΑΡ' ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΝ
Η γλώσσα, η ζωντανή γλώσσα, εξελίσσεται όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Γεννιέται, παιδιαρίζει, ανδρώνεται∙ απλώνεται, παλινδρομεί, αφομοιώνει ξενικά στοιχεία. Όπως το κάθε άτομο από τη γέννησή του ως τον θάνατό του είναι ο ίδιος άνθρωπος, έτσι και η αρχαία μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι μία περίοδος στη ζωή αυτού που ονομάζουμε ελληνική γλώσσα. Κι όπως φυσικά το κάθε άτομο δεν μοιάζει και πολύ με τον εαυτό του στις διάφορες φάσεις της ζωής του (δεν παύει όμως να είναι ο ίδιος), έτσι και η αρχαία δεν μοιάζει εντελώς με τη γλώσσα τη σημερινή. Δεν παύει όμως να είναι η ίδια, να παραμένει ζωντανή καθώς διαφοροποιείται με τον καιρό. Ζει, όπως το βρέφος ή το παιδί ζει στην ψυχή και το σώμα του ηλικιωμένου.
Ακόμα όμως κι αν δεν κάνουμε την αναλογία της γλώσσας με ένα άτομο που εξελίσσεται, μπορούμε νομίζω να σκιαγραφήσουμε τη σχέση αρχαίας – νέας με τη σχέση γονιού – παιδιού. Το DNA των γονιών κληροδοτείται στο αντίστοιχο των παιδιών κι έτσι το «αίμα» σφυρηλατεί τους οικογενειακούς δεσμούς σε προοπτική γενεών, τόσο ώστε η επιστήμη να μπορεί να εντοπίσει ως ένα σημείο την πατρότητα ελέγχοντας αυτό ακριβώς το DNA. Η κλωνοποίηση, τα βλαστοκύτταρα καταφέρνουν πλέον από ένα κύτταρο, από μια στάλα αίμα να δημιουργήσουν ιστούς, μέλη του σώματος. Το καινούργιο σώμα δεν περιέχει μέσα του την αρχέγονη ουσία, την προγενέστερη δικιά του μορφή; Στην επιστήμη της γλωσσολογίας δεν ισχύει κάτι τέτοιο; Η παλαιότερη μορφή της γλώσσας δεν επιβιώνει μέσα στο σώμα του νεότερου απογόνου της; «…το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Aρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα». (Οδ. Ελύτης).
Θα περιμέναμε να μιλάμε όπως οι αρχαίοι, με την ίδια προφορά, κλίσεις, ορθογραφία, 100% τα ίδια, για να θεωρήσουμε ότι η γλώσσα μένει ζωντανή; Μα τότε είναι που θα ήταν σίγουρα νεκρή, γιατί δεν θα ανανεωνόταν διόλου μέσα σε 2-3 χιλιετίες. Αποκρουστική και στάσιμη, σαν σε τέλμα.
Όμως, αν θέλετε, υπάρχει και μια άλλη εξήγηση. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μιλιέται ακόμα και σήμερα αυτούσια! Εντάξει, ίσως όχι η ακριβής αττική διάλεκτος που επικράτησε ως ισχύουσα από τις πηγές, αλλά η ελληνιστική κοινή που έδωσε πολλά από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Μιλιέται λοιπόν, ακούγεται, κάθε μέρα ζωντανά στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Και μπορεί να μην υπάρχει συνομιλία, διάλογος (αν εξαιρέσουμε κάποιους σύντομους ιερέα – ψάλτη) και μπορεί ακόμα και να μην καταλαβαίνει και πολύς κόσμος ακριβώς τα λεγόμενα. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία γίνεται σε μια νεκρή γλώσσα;
Μα η Εκκλησία είναι μια ζώσα παράμετρος της ελληνικής κοινωνίας, ένα πολύ σημαντικό μέρος της ταυτότητας του Έλληνα, και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όσο κι αν κάποιος αρνείται την Ορθοδοξία: την αλληλεξάρτησή της (σχεδόν ταύτισή της) με τον ελληνισμό δεν μπορεί να την αρνηθεί. Άρα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει ένα κομμάτι της ζωής του, στο οποίο μιλιέται ζωντανά η γλώσσα των προγόνων του! Και όσες προσπάθειες έγιναν για να γίνεται η θεία λειτουργία στη νέα ελληνική απέτυχαν παταγωδώς προκαλώντας ταυτόχρονα άφθονο γέλιο: πώς θα πει ο ιερέας «άνω σχώμεν τας καρδίας»;
Το τελευταίο σχόλιο αφορά την - μάλλον άστοχη, αν μη ρατσιστική –στάση των νεκρολογούντων την αρχαία ελληνική απέναντι σε όσους υποστηρίζουν το αντίθετο. Με λίγα λόγια, θεωρούν «κτήμα» των ειδικών τη γλώσσα, καθώς ισχυρίζονται ότι η πλειοψηφία αυτών που προσπαθούν να τεκμηριώσουν ζωντανή σχέση νέας – αρχαίας είναι άσχετοι με το αντικείμενο, είναι π.χ. γιατροί, φυσικοί, μαθηματικοί, καλλιτέχνες. Δηλαδή δεν έχει την ικανότητα ένας μη ειδικός να στοιχειοθετήσει με πολύ κόπο μια άποψη για τη γλώσσα; Και αποκλείεται εκ των προτέρων αυτή η άποψη να είναι βάσιμη, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι «ειδικός»; Μα και ο Μάικλ Βέντρις που διάβασε τη γραφή γραμμική β’ και την απέδειξε ελληνική ένας ερασιτέχνης ήταν! Και οι ποιητές; Είναι άραγε «ειδικοί»; « Πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία. H αρχαία, η νεωτέρα, οι ντοπιολαλιές είναι γλώσσα μία» (Ν. Εγγονόπουλος).
Γενικότερα, μου φαίνεται άσχημο να προσπαθούμε να αποβάλλουμε – σαν μίασμα – ό, τι μας δένει με το παρελθόν, να ντρεπόμαστε επειδή θέλουμε να επιβιώνει προσαρμοσμένο θετικά στο σήμερα. Να ντρεπόμαστε να περηφανευτούμε για το παρελθόν αυτού του τόπου, μήπως και στενοχωρηθούν μερικοί, μήπως φανούμε εθνικιστές. Το αριστοτελικό μέτρο, η μεσότητα, δείχνει το δρόμο της ψύχραιμης, εμπεριστατωμένης στήριξης των πολιτισμικών μας στοιχείων. Ούτε στις υπερβολές, τους φανατισμούς και τους φαντασιόπληκτους αρχαιολάτρες, αλλά ούτε και στους κοντόφθαλμους αρνητές της ελληνικής συνέχειας στο διάβα των αιώνων. «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα» (Γ. Σεφέρης)."
Λέει: "...η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι αναμφισβήτητα νεκρή σαν μορφή, όχι όμως η ελληνική γλώσσα γενικά(sic).Αυτή επιζεί, μέσα από την εξέλιξή της, στη νέα ελληνική - κάπως σαν την επιβίωση χαρακτηριστικών των προγόνων μας μέσα από εμάς, όσο κι αν οι ίδιοι είναι πράγματι νεκροί και εμείς ριζικά (αλλά όχι απόλυτα) διαφορετικοί [...]".
Ανεβάζω ξανά το παλιό κείμενο:
"Η κουβέντα για τη γλώσσα είναι μια κουβέντα που διαρκεί όσο περίπου και η ίδια η γλώσσα, δηλαδή αιωνίως. Τα τελευταία όμως χρόνια γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη σχέση της νέας ελληνικής με την αρχαία, για το κατά πόσο είναι σωστό να διδάσκονται (όπως διδάσκονται) τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο, για το αν η αρχαία ελληνική είναι νεκρή γλώσσα κ.λπ.
Υπάρχουν λοιπόν φωνές που υποστηρίζουν ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μια νεκρή γλώσσα, με τη σημασία ότι δεν μιλιέται. Σύμφωνοι, δε μιλάμε καμία από τις αρχαίες διαλέκτους. Όμως, τι είναι τα σημερινά ελληνικά, αν όχι μια συνέχεια, μια παραλλαγή, μια μετεξέλιξη της αρχαίας;
Εικόνα 1 ΣΟΦΟΥ ΠΑΡ' ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΝ
Η γλώσσα, η ζωντανή γλώσσα, εξελίσσεται όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Γεννιέται, παιδιαρίζει, ανδρώνεται∙ απλώνεται, παλινδρομεί, αφομοιώνει ξενικά στοιχεία. Όπως το κάθε άτομο από τη γέννησή του ως τον θάνατό του είναι ο ίδιος άνθρωπος, έτσι και η αρχαία μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι μία περίοδος στη ζωή αυτού που ονομάζουμε ελληνική γλώσσα. Κι όπως φυσικά το κάθε άτομο δεν μοιάζει και πολύ με τον εαυτό του στις διάφορες φάσεις της ζωής του (δεν παύει όμως να είναι ο ίδιος), έτσι και η αρχαία δεν μοιάζει εντελώς με τη γλώσσα τη σημερινή. Δεν παύει όμως να είναι η ίδια, να παραμένει ζωντανή καθώς διαφοροποιείται με τον καιρό. Ζει, όπως το βρέφος ή το παιδί ζει στην ψυχή και το σώμα του ηλικιωμένου.
Ακόμα όμως κι αν δεν κάνουμε την αναλογία της γλώσσας με ένα άτομο που εξελίσσεται, μπορούμε νομίζω να σκιαγραφήσουμε τη σχέση αρχαίας – νέας με τη σχέση γονιού – παιδιού. Το DNA των γονιών κληροδοτείται στο αντίστοιχο των παιδιών κι έτσι το «αίμα» σφυρηλατεί τους οικογενειακούς δεσμούς σε προοπτική γενεών, τόσο ώστε η επιστήμη να μπορεί να εντοπίσει ως ένα σημείο την πατρότητα ελέγχοντας αυτό ακριβώς το DNA. Η κλωνοποίηση, τα βλαστοκύτταρα καταφέρνουν πλέον από ένα κύτταρο, από μια στάλα αίμα να δημιουργήσουν ιστούς, μέλη του σώματος. Το καινούργιο σώμα δεν περιέχει μέσα του την αρχέγονη ουσία, την προγενέστερη δικιά του μορφή; Στην επιστήμη της γλωσσολογίας δεν ισχύει κάτι τέτοιο; Η παλαιότερη μορφή της γλώσσας δεν επιβιώνει μέσα στο σώμα του νεότερου απογόνου της; «…το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Aρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα». (Οδ. Ελύτης).
Θα περιμέναμε να μιλάμε όπως οι αρχαίοι, με την ίδια προφορά, κλίσεις, ορθογραφία, 100% τα ίδια, για να θεωρήσουμε ότι η γλώσσα μένει ζωντανή; Μα τότε είναι που θα ήταν σίγουρα νεκρή, γιατί δεν θα ανανεωνόταν διόλου μέσα σε 2-3 χιλιετίες. Αποκρουστική και στάσιμη, σαν σε τέλμα.
Όμως, αν θέλετε, υπάρχει και μια άλλη εξήγηση. Η αρχαία ελληνική γλώσσα μιλιέται ακόμα και σήμερα αυτούσια! Εντάξει, ίσως όχι η ακριβής αττική διάλεκτος που επικράτησε ως ισχύουσα από τις πηγές, αλλά η ελληνιστική κοινή που έδωσε πολλά από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Μιλιέται λοιπόν, ακούγεται, κάθε μέρα ζωντανά στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Και μπορεί να μην υπάρχει συνομιλία, διάλογος (αν εξαιρέσουμε κάποιους σύντομους ιερέα – ψάλτη) και μπορεί ακόμα και να μην καταλαβαίνει και πολύς κόσμος ακριβώς τα λεγόμενα. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία γίνεται σε μια νεκρή γλώσσα;
Μα η Εκκλησία είναι μια ζώσα παράμετρος της ελληνικής κοινωνίας, ένα πολύ σημαντικό μέρος της ταυτότητας του Έλληνα, και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όσο κι αν κάποιος αρνείται την Ορθοδοξία: την αλληλεξάρτησή της (σχεδόν ταύτισή της) με τον ελληνισμό δεν μπορεί να την αρνηθεί. Άρα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει ένα κομμάτι της ζωής του, στο οποίο μιλιέται ζωντανά η γλώσσα των προγόνων του! Και όσες προσπάθειες έγιναν για να γίνεται η θεία λειτουργία στη νέα ελληνική απέτυχαν παταγωδώς προκαλώντας ταυτόχρονα άφθονο γέλιο: πώς θα πει ο ιερέας «άνω σχώμεν τας καρδίας»;
Το τελευταίο σχόλιο αφορά την - μάλλον άστοχη, αν μη ρατσιστική –στάση των νεκρολογούντων την αρχαία ελληνική απέναντι σε όσους υποστηρίζουν το αντίθετο. Με λίγα λόγια, θεωρούν «κτήμα» των ειδικών τη γλώσσα, καθώς ισχυρίζονται ότι η πλειοψηφία αυτών που προσπαθούν να τεκμηριώσουν ζωντανή σχέση νέας – αρχαίας είναι άσχετοι με το αντικείμενο, είναι π.χ. γιατροί, φυσικοί, μαθηματικοί, καλλιτέχνες. Δηλαδή δεν έχει την ικανότητα ένας μη ειδικός να στοιχειοθετήσει με πολύ κόπο μια άποψη για τη γλώσσα; Και αποκλείεται εκ των προτέρων αυτή η άποψη να είναι βάσιμη, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι «ειδικός»; Μα και ο Μάικλ Βέντρις που διάβασε τη γραφή γραμμική β’ και την απέδειξε ελληνική ένας ερασιτέχνης ήταν! Και οι ποιητές; Είναι άραγε «ειδικοί»; « Πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα είναι μία. H αρχαία, η νεωτέρα, οι ντοπιολαλιές είναι γλώσσα μία» (Ν. Εγγονόπουλος).
Γενικότερα, μου φαίνεται άσχημο να προσπαθούμε να αποβάλλουμε – σαν μίασμα – ό, τι μας δένει με το παρελθόν, να ντρεπόμαστε επειδή θέλουμε να επιβιώνει προσαρμοσμένο θετικά στο σήμερα. Να ντρεπόμαστε να περηφανευτούμε για το παρελθόν αυτού του τόπου, μήπως και στενοχωρηθούν μερικοί, μήπως φανούμε εθνικιστές. Το αριστοτελικό μέτρο, η μεσότητα, δείχνει το δρόμο της ψύχραιμης, εμπεριστατωμένης στήριξης των πολιτισμικών μας στοιχείων. Ούτε στις υπερβολές, τους φανατισμούς και τους φαντασιόπληκτους αρχαιολάτρες, αλλά ούτε και στους κοντόφθαλμους αρνητές της ελληνικής συνέχειας στο διάβα των αιώνων. «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα» (Γ. Σεφέρης)."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου