Η ομιλία του Γιάννη Μπάκα (μέρος β’)
Συνέχεια από το προηγούμενο
«Για τους Κρανιώτες ωστόσο, ο εντοπισμός της ακριβούς εγκατάστασής τους είναι ακόμη πιο δύσκολος. Κι εδώ ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η αναφορά ότι έκτισαν νέα πατρίδα. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον από όσο ξέρουμε έως σήμερα, κάποια συνοικία της Νιγρίτας που το όνομά της να μας παραπέμπει στους Κρανιώτες. Μελετώντας το θέμα με βάση τη δική μου οικογένεια, διαπίστωσα ότι η πλειοψηφία των παραπάνω οικογενειών που ανέφερα, κατοίκησαν στην ακατοίκητη περιοχή πάνω από την τότε Σύρπα και ενδεχομένως προς τα όρια της Νιγρίτας. Στη σκιά του γνωστού μας Πύργου, στο χώρο κατά πάσα πιθανότητα ενός εγκαταλελειμμένου ή δημευμένου, λόγω της ελληνικής επανάστασης αγιορείτικου μετοχίου, για το οποίο υπάρχουν κάποιες αναφορές ως μονή της Νιγρίτας, ενδεχομένως φιλοθεΐτικο, για να το συνδέσω και με την εικόνα της Ελεούσας, στο πλάτωμα ενός υψώματος από το οποίο μπορείς να ατενίσεις τον κάμπο, διάλεξαν οι περισσότεροι να κατοικήσουν και να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τον Κωνσταντά, τη νέα τους πατρίδα. Έκτισαν τα σπίτια τους, κοντά ο ένας στον άλλο, δημιουργώντας σχεδόν μια νέα συνοικία η οποία με την πληθυσμιακή ανάπτυξη της περιοχής γρήγορα ενώθηκε με την πολύ κοντινή Σύρπα αλλά και με τη Νιγρίτα στην οποία επίσης εγκαταστάθηκε μέρος των Κρανιωτών.
Η πρόοδος των ανθρώπων αυτών γρήγορα έγινε εμφανής, γεγονός που προκαλούσε και νέες αποδημίες από την Κρανιά προς τη Νιγρίτα και εδώ νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έφτασαν εδώ ούτε ως πρόσφυγες, ούτε ως κυνηγημένοι, παρότι οι φυσικές καταστροφές, όπως η πανούκλα ή οι ερημώσεις που προκαλούσε ο επαναστατικός αναβρασμός της εποχής να στάθηκαν η αφορμή. Ο Κωνσταντάς μιλά για εμπόρους και τεχνίτες και ο Νικόλαος Μάγνης αναφερόμενος στους Λιτοχωρινούς, μιλά για τους ευπορότερους και πλουσιότερους των κατοίκων. Εξάλλου, η ίδια οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Νιγρίτας την ίδια εποχή δεν δικαιολογεί την παρουσία κατατρεγμένων ανθρώπων. Αντιθέτως η περαιτέρω πορεία της πόλης μαρτυρεί μάλλον εγκατάσταση νοικοκυραίων με την οικονομική σημασία του όρου. Πολλοί από τους αποδήμους στη Νιγρίτα Κρανιώτες γρήγορα σταδιοδρόμησαν και εντάχθηκαν στην τοπική κοινωνία αναλαμβάνοντας αξιώματα τόσο στην τοπική δημογεροντία της Σύρπας (όπως είναι γνωστό), πιθανό και της Νιγρίτας, όσο και στις επιτροπές των ναών. Γρήγορα οι άνθρωποι αφομοιώθηκαν μέσα στο περιβάλλον της Νιγρίτας το οποίο κατάφερε να συνδυάσει όλους αυτούς τους διαφορετικούς πληθυσμούς και να αποκτήσει ομοιομορφία με ντόπια μακεδονικά χαρακτηριστικά. Η Νιγρίτα έτσι κατέστη δυναμικό κέντρο του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή, αποκαλούμενο από τους Οθωμανούς ως Κιουτσούκ Γιουνάν, μικρή δηλαδή Ελλάδα και περιλάλητος. Επίσης, η μετακίνηση προσφύγων δεν δικαιολογείται και από το γεγονός ότι και η ίδια η Νιγρίτα βίωνε τον επαναστατικό αναβρασμό της εποχής και τις ληστρικές επιδρομές, όπως αυτήν του Σαμπάν Γκέκα που λεηλάτησε τη Νιγρίτα, αλλά κυρίως τη Σύρπα στα 1828. Η σχολή της Νιγρίτας μάλιστα είχε αναστείλει τη λειτουργία της λόγω της επανάστασης και επαναλειτούργησε μόνο το 1928. Αλλά και αργότερα οι Νιγριτινοί συμμετείχαν στην επανάσταση του 1854, όπως και οι Θεσσαλοί, φυλακίστηκαν μάλιστα και οι ιερείς της πόλης. Ακόμη, όπως μαρτυρεί για το Σωχό ο Cοusinery στις αρχές του 19ου αιώνα η περιοχή μας γνώρισε και την πανδημία της πανούκλας .
Η Νιγρίτα δεν θα μπορούσε λοιπόν να αποτελέσει το ασφαλές καταφύγιο για κάποιον που θα ήθελε να αποφύγει τους κατατρεγμούς της εποχής, αλλά σίγουρα θα αποτελούσε ένα ασφαλές πεδίο δράσης για ανθρώπους που επιδίωκαν νέα ανοίγματα στις δραστηριότητές τους. Η Νιγρίτα με τον κάμπο της, την καλλιέργεια του βαμβακιού και τη σηροτροφία της σίγουρα θα αποτελούσε μεγάλη πρόκληση για τους Kρανιώτες βιοτέχνες της βαφής των νημάτων και τους υφαντές - αλατζάδων, μεταξωτών, βαμβακερών και μάλλινων, που μετά τη διάλυση των συνεταιρισμών σε Αμπελάκια και Ραψάνη βρήκαν στη Νιγρίτα σίγουρη διέξοδο στην τέχνη και στο εμπόριό τους μια και βρισκόταν, όπως ειπώθηκε πάνω σε εμπορικό δρόμο.
Με τον ερχομό όλων αυτών των εξειδικευμένων τεχνιτών και των εμπόρων η Νιγρίτα γνώρισε μια τεράστια ανάπτυξη στην υφαντουργία που την κατέστησε ως ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της τέχνης αυτής ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τίτλος που της προσέδωσε εφημερίδα των Αθηνών το 1913, ως η «Περιλάλητος Νιγρίτα» για τους περίφημους αλατζάδες της και τα μεταξωτά της, δικαιολογούν την ακμή που γνώρισε η πόλη μας σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Δυστυχώς, δεν μας είναι γνωστό αν υπήρξε με κάποιον τρόπο επικοινωνία μεταξύ των Kρανιωτών της Κρανιάς και όσων μετοίκησαν στη Νιγρίτα κατά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα. Η όποια επικοινωνία ενδεχομένως να δυσκόλεψε μετά την ένταξη της Κρανιάς στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο, το 1881. Ωστόσο, η ανάμνηση τόσο της αποδημίας από τους Κρανιώτες, όσο και η ανάμνηση της καταγωγής τους από τους Νιγριτινούς δεν έλειψαν. Κατά καιρούς βέβαια κάποια Κρανιώτες μεμονωμένα αποδήμησαν στη Νιγρίτα και στα γύρω χωριά, όπως στο Ζερβοχώρι, αναζητώντας καλύτερη τύχη κοντά σε συγγενείς τους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζει η δική μου οικογένεια η πρώτη κίνηση για επαφή προήλθε από την Κρανιά. Δεν μας ξεχνούσαν οι συγγενείς μας εκεί πάνω κι ας περνούσαν τα χρόνια κι ας χανόταν σιγά σιγά η συγγένεια. Το 1912-13 με τους βαλκανικούς πολέμους κι αργότερα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Νιγρίτα βρισκόταν στο κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων, Κρανιώτες στρατιώτες του ελληνικού στρατού –η Κρανιά, όπως ειπώθηκε, απελευθερώθηκε το 1881- βρέθηκαν στη Νιγρίτα όπου αναζήτησαν με εντολή των πατεράδων και παππούδων τους τούς συγγενείς τους εδώ. Από τότε αναζωπυρώθηκε η μνήμη και ξαναδημιουργήθηκαν σχέσεις. Τη δεκαετία του ‘20 Nιγριτινοί που βρέθηκαν στη Λάρισα για δουλειά, επισκέφθηκαν την Κρανιά και αναζήτησαν τους συγγενείς τους εκεί και το ίδιο επαναλήφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘50.
Για τη δική μου οικογένεια κομβικό σημείο ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο ερχομός στη Νιγρίτα του Γιάννη Καρανάτσιου, ο οποίος κατά τη στρατιωτική θητεία του βρέθηκε να υπηρετεί με Nιγριτινό συγγενή του. Ο Γιάννης Καρανάτσιος έλαβε κι αυτός εντολή από τους δικούς του να έλθει στη Νιγρίτα, μια και υπηρετούσε κοντά, και να αναζητήσει και να γνωρίσει τους συγγενείς του. Όταν αφηγούνταν για το χωριό ο μπάρμπα Μιχαλός ο Μπάκας, ο μεγαλύτερος τότε επιζών της οικογένειας, έκλαιγε από συγκίνηση και τον ρωτούσε για πρόσωπα και πράγματα του χωριού, για τα σπίτια, τις εκκλησιές και τα χωράφια κι ας μην είχε πάει ποτέ του. Από τότε ο δικός μας κλάδος που αποδήμησε κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα επανασυνδέθηκε και πάλι με τον κλάδο που είχε μείνει ή κατά μια άποψη επέστρεψε στην Κρανιά και παρέμεινε εκεί.
Μικρό παιδί καθόμουνα με μεγάλη ευχαρίστηση κι άκουγα διηγήσεις από το στόμα της γιαγιάς και των δικών μου. Μια από τις διηγήσεις αυτές, που οι δικοί μου με μεγάλο ενθουσιασμό μού διηγούνταν, αναφερόταν σε ένα χωριό πάνω στον Όλυμπο από το οποίο η πατρική μου οικογένεια προερχόταν, την Κρανιά. Αμέτρητες φορές είχα ακούσει για το χωριό αυτό. Για την επίσκεψη της γιαγιάς και του θείου εκεί τη δεκαετία του ‘50. Για τα μουλάρια που τους ανέβασαν από τη Ραψάνη. Την υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε… Για το Γιώρα και τον Γιοβάνη, τα δύο αδέλφια που ήρθαν από την Κρανιά μαζί με τις επτά αδελφές τους και ασχολήθηκαν με το βάψιμο νημάτων με το αιματόξυλο, το μπακάμι, γι΄ αυτό και τους αποκάλεσαν μπακάδες. Για το Γιώρα που παντρεύτηκε Κρανιώτισσα, Καραγιάννενα και από τον οποίο προέρχεται το δικό μας ντάλι, ο οικογενειακός μας κλάδος. Για τον Αντώνη που πνίγηκε, για τις αδελφές που άφησαν στη διαδρομή κατά την αποδημία τους στη Νιγρίτα.
Αργότερα ως μαθητής και φοιτητής κατεβαίνοντας ή ανεβαίνοντας από την Αθήνα είχα και πάλι την Κρανιά να ηχεί στα αυτιά. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου τη δείχνει από το παράθυρο του λεωφορείου κι ας μην είχε πάει ακόμη κι ο ίδιος, αλλά κι εκείνος όπως και ο μεγάλος του θείος αδελφός του παππού του, ο μπάρμπα Μιχαλός, είχε τόσες φορές ακούσει και ξανακούσει διηγήσεις και ιστορίες των παλαιοτέρων για το χωριό αυτό. Τότε νόμιζα ότι μόνο η δικιά μου οικογένεια καταγόταν από την Κρανιά και δεν φανταζόμουν ότι αρκετοί συμπατριώτες μου είχαν την ίδια καταγωγή με μένα.
Με το χρόνο αναπτύχθηκαν ολοένα και περισσότερο οι δεσμοί μεταξύ μας που συνεχίζονται από γενιά σε γενιά και κυρίως μετά τις μαζικές αλληλοεπισκέψεις σε Κρανιά και Νιγρίτα τη δεκαετία του ‘80. Γνώρισα τους θείους και τις θείες και τα παιδιά και εγγόνια τους, τον Κώστα, το Νίκο, την Ελένη, την Κατερίνα, το Θωμά, το Μιχάλη, τον Τάσο… Πολλοί με ρωτούν τι συγγένεια έχουμε. Τους απαντώ άπειρη, χωρίς τέλος. Είναι η συγγένεια της αγάπης που έχουμε μεταξύ μας, η οποία δεν γνωρίζει όρια και είναι ίσως πιο κοντινή από κάθε άλλη».
http://proskynhths.blogspot.com/
tezjorge@yahoo.gr
▓▓ μικρά ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓
Πεζόδρομος Αμαλιάδας. Στη Νιγρίτα πότε;
Χάσαμε Γιάννη. Στενοχωρήθηκε όλη η πόλη, μα πιο πολύ όλοι αυτοί που τον πειράζαμε, οι πιο πολλοί με αγάπη. Κι αυτός το καταλάβαινε και το ζητούσε και το ανταπέδιδε με φοβερές ατάκες – ενίοτε και με κλωτσιές. Τώρα; Ένα μεγάλο κενό. Τέλος εποχής για τη Νιγρίτα. Αιωνία του η μνήμη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου