Η συνέχεια του έργου του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου
από τις εκδόσεις «Στιγμή».
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος έκλεισε το πρώτο μέρος της αφήγησής του «για τη Νιγρίτα της Βισαλτίας» λέγοντας ότι μετά το 1958 δεν ξαναπάτησε το πόδι του στα μέρη μας. Το δεύτερο μέρος όμως, ξεκινά μεταφέροντάς μας 38 χρόνια μετά, στα 1997, οπότε και θα μας ξανατιμήσει, εμάς και άλλα μέρη της Βισαλτίας. Ας τον ακολουθήσουμε:
«ΜΟΝΟ ΕΦΕΤΟΣ τον Απρίλη, ήτοι μετά 38 χρόνια, καθώς βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη ένιωσα έντονα την επιθυμία να ξαναδώ εκείνα τα μέρη. Πήρα ένα φίλο μου νευρολόγο (και παληό μαθητή της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής – άρα μας συνέδεαν κοινές μνήμες, και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε) και ξεκινήσαμε. Ψιλόβρεχε – και η εθνική οδός Θεσσαλονίκης - Σερρών, με νέα χάραξη τώρα, αλλά και πάλι μια απέραντη παγίδα, εθνική λαιμητόμος χωρίς διαχωριστικές νησίδες, στηθαία, μπάρες κ.λπ. Αναγνώριζα τους χώρους που είχα κινηθεί, και χάρηκα που εντόπισα τις χαραδρώσεις του Τσέρες, όπου το φθινόπωρο του 1958, σε μία άσκηση του συντάγματος, είχα απολαύσει τα ωραιότερα βατόμουρα του βίου μου.
Στην Νιγρίτα φθάσαμε μεσημεράκι. Η βροχή δυνάμωσε -και οι συνθήκες ήταν ιδεώδεις για επανασύνδεση με το μακεδονικό τοπίο. Εισήλθα από το χωριό Τερπνή, και το πρώτο πράγμα που συνάντηση ήταν (φυσικά) το στρατόπεδο. Περίπου έρημο, περίπου αφημένο, πιο φοβερό από άλλοτε.
Η πόλη εξίσου άσχημη. Στο κέντρο της, τώρα, λίγες πολυκατοικίες, τράπεζες, το νεότευκτο και με χαρούμενα χρώματα βαμμένο δημοτικό ξενοδοχείο «Η ΓΕΡΑΚΙΝΑ», η στρατιωτική λέσχη, και στην πιο περίοπτη θέση το ωραίο μνημείο της εθνικής αντίστασης.
Σε δύο σημεία της πόλης, εγκαταλελειμμένα, πανάθλια, μάρτυρες μιας μίζερης και πικρής εποχής τα (μή) λυόμενα οικήματα των αξιωματικών,, από κυματοειδή, σκουριασμένη λαμαρίνα, στοιχειώνουν παράλογα τον χώρο.
Αναζητήσαμε – δια καταλλήλων ερωτήσεων σε καλοθρεμμένους διερχόμενους αστούς- το κορυφαίο μπουγατσατζίδικο: μέχρις ότου βγουν τα καυτά ταψιά, παρατηρούσα την πελατεία. Λίγοι από τα διπλανά χωριά, και οι πιο πολλοί μαθητές. Ηλίου φαεινότερον, ότι αυτό ήταν όλο κι όλο το μεσημεριανό τους. Από τον καθρέφτη έβλεπα ένα ζευγαράκι μαθητών ο νέος, όταν ήρθε ο λογαριασμός, έβαλε το χέρι στην τσέπη και μετρούσε (με τρόπο) τα λεφτά του: θέλησε να πληρώσει και τις μπουγάτσες που έφαγε η κοπέλα, εκείνη κατάλαβε και δεν δέχτηκε.
Για την επιστροφή είχαμε διάφορες επιλογές – να ξαναπάρουμε τον ίδιο δρόμο, ή να πάμε στης Σέρρες, ή να κατέβουμε προς Μαυροθάλασσα και Αμφίπολη και από εκεί να ακολουθήσουμε την εθνική οδό ( και επίσης γνωστή λαιμητόμο) Καβάλας - Θεσσαλονίκης (διερχόμενοι και από το Οφρύνιον, που ύμνησε ο Φ. Δ. Δρακονταειδής), ή να διασχίσουμε τα Κερδύλια, περνώντας και από την περίφημη διάβαση Σκεπαστού, διάβαση η οποία είχε ταλαιπωρήσει κατά καιρούς στρατεύματα και επιτελείς. Προτίμησα αυτήν ακριβώς τη λύση, και για να ξαναδώ τα μέρη, αλλά και γιατί έτσι θα μπορούσαμε να περάσουμε και από τον Σοχό∙ ο φίλος μου ήθελε ασμένως να τον επισκεφθεί, μετά που διάβασε το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη Και με το φως του λύκου επανέρχονται.
Ο δρόμος ήταν έρημος, η βλάστηση μάλλον αδιάφορη, το τοπίο αυχμηρό, άξενο, παρέπεμπε αόριστα σε χρόνους παρωχημένους.
Άρχισα να διηγούμαι το περιστατικό, που συνέβη σε μία άσκηση του 1959: ακλουθούσα με το ασθενοφόρο, στο τέλος της φάλαγγας, όταν ο αγγελιοφόρος με ειδοποίησε να περάσω μπροστά. Υπέθεσα ότι θα συνέβη κάποιο ατύχημα, και έφθασα με σχετική ανησυχία. Βρήκα το επιτελείο στην άκρη του χωματόδρομου να παρατηρεί ένα μεγάλο πουρνάρι, από τα κλαδιά του οποίου κρεμόντουσαν δεκάδες πολύχρωμα κουρέλια. Με ρώτησαν αν ξέρω τι σημαίνουν αυτά.
Ένιωσα αμήχανος – δεν ήξερα, όφειλα όμως να απαντήσω…. Στην απέναντι μεριά του δρόμου είδα κάποιο προσκυνητάρι, και άρχισαν να λέω, αυτοσχεδιάζοντας, κάτι αόριστα και μεγαλόστομα για πανάρχαιες λατρείες, για τοτεμικές επιβιώσεις και άλλες μπούρδες, ώσπου στο τέλος (αυτοκουρδιζόμενος) παρομοίωσα το δέντρο με πρωτόγονο μανουάλι – και άρα (επείπα με ανακούφιση) πρόκειται για ένα λατρευτικό δέντρο, για κάτι που ξορκίζει ή αποτρέπει το κακό κ.ο.κ.
Δεν είχα τελειώσει την παραπάνω διήγησή μου, όταν ξαφνικά, μετά από μια πολύ κλειστή δεξιά στροφή, έμεινα άφωνος: το παλιό πουρνάρι είχε γίνει ένα μεγαλοπρεπές δέντρο, έτοιμο να καταστεί βασιλική δρυς, έχοντας δίπλα του δύο αρκετά μεγάλα, άλλα πουρνάρια. Από τα κλαδιά όλων κρεμόντουσαν αναρίθμητα χρωματιστά κουρελάκια, ράκη παλαιά ρούχα, αλλά και (λόγω ευημερίας, πλέον) ολόκληρα κομμάτια από μάλλινα πουλόβερ, μπλούζες, πουκάμισα, πετσέτες κ.λπ. Απέναντι το μικρό προσκυνητάρι είχε μεταβληθεί σε χαριτωμένο εξωκκλήσι, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή.
Σταματήσαμε και, προφυλαγμένοι κάτω από ένα τσιμεντένιο στέγαστρο, αρχίσαμε να φωτογραφίζουμε τον χώρο. Σε λίγο, όταν ο φίλος μου βγήκε από το ξωκκλήσι, στο οποίο είχε μπει μετά τις φωτογραφήσεις, εισήλθα εγώ. Στο μισοσκότεινο και παγωμένο εσωτερικό μόλις μπορούσε κανείς να διακρίνει τα εικονίσματα, φωτισμένα από τρία κεράκια, όλως προσφάτως αναμμένα. Σε μία κόχη του τοίχου πήρε τότε το μάτι μου ένα τσαλακωμένο και καταλαδωμένο τετράδιο, όπου οι διερχόμενοι, με μισοσβησμένα ορνιθοσκαλίσματα, συνήθως με μολύβι, σημείωναν τα ονόματα για τα οποία επιθυμούσαν να αναπέμψει ευχή ο ιερέας, σε κάποια παράκληση, ή λειτουργία. Στην τελευταία σελίδα ο γραφικός χαρακτήρας άλλαζε άρδην, γινόταν αιφνιδίως άψογος, ανήκε σε άτομο μορφωμένο, εθισμένο στη τελετουργία της γραφής,
Πλησίασα το τετράδιο στο μανουάλι με τα αναμμένα κεριά και δεν άργησα να αναγνωρίζω τα ονόματα των οικείων του συνταξιδιώτη μου, γραμμένα το ένα κάτω από το άλλο:
Γεώργιος,
Ελένη,
Κατερίνα.»
Δια την αντιγραφήν:
http://proskynhths.blogspot.com/
tezjorge@yahoo.gr
▓▓ μικρα ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ ▓▓
Πεζόδρομος Παλαιόκαστρου, Φθιώτιδα. Στη Νιγρίτα, πότε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου