«ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ» ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ...
ή άλλως, Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΦΥΛΑΕΙ... (28 08 2009)
Κάποτε (όχι στην Ελλάδα, σε ένα μέρος πολύ πολύ μακριά από δω) έριξε τόση πολλή βροχή, κατακλυσμό, ώστε πλημμύρισε ο τόπος και η στάθμη του νερού ανέβαινε απειλητικά. Ένας καλός άνθρωπος ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού του για να γλυτώσει και προσευχόταν. Τα νερά όλο και ανέβαιναν. Μια βάρκα τότε πέρασε και του πρόσφερε τη βοήθειά της. Ο θεοσεβής άνθρωπος όμως αρνήθηκε λέγοντας «εμένα θα με σώσει ο Θεός». Δεύτερη βάρκα φάνηκε σε λίγο. «Εμένα θα με σώσει ο Θεός». Στην τρίτη βάρκα τα ίδια. Ώσπου τα νερά σκέπασαν το σπίτι και ο άνθρωπος πνίγηκε. Στον Παράδεισο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το Θεό και Του εξέφρασε τα παράπονά του: «Γιατί δε με έσωσες»; Κι ο Θεός του απάντησε: «τρεις βάρκες έστειλα για σένα και δεν μπήκες σε καμία».
Γνωστό το ανέκδοτο, που θυμίζει ιστορίες του Αισώπου. Κατανοητό και το επιμύθιο: δε φτάνουν μόνο οι προσευχές, αλλά πρέπει να βάζουμε και το μυαλό και τα χέρια μας να δουλεύουν παράλληλα. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Επίκαιρο όσο ποτέ το μήνυμα. Η μοίρα μας δε μπορεί συνέχεια και αποκλειστικά να επαφίεται στην προσευχή ή στις εκάστοτε διαθέσεις του «στρατηγού άνεμου» ή στις απειλητικές εκσφενδονίσεις κουκουναριών από τα μοχθηρά πεύκα. Και το πάθημα – ιδίως όταν γίνεται πληθυντικός: αμέτρητα παθήματα – κάποτε πρέπει να γίνεται μάθημα. Και σ’ αυτή τη χώρα η φωτιά μάς έχει συνηθίσει σε πολλά παθήματα.
Υπάρχει άλλη εντύπωση στην κοινή γνώμη, παρά ότι ο «κρατικός μηχανισμός» (τι ωραία που ακούγεται!) βλέπει τις βάρκες να περνούν; Όσες πυρκαγιές στα τελευταία χρόνια, χρόνια του «εκσυγχρονισμού», τόσες βάρκες χαμένες, τόσα μαθήματα που δεν πάρθηκαν. Υπάρχει άλλη άποψη, παρά ότι ο «κρατικός μηχανισμός» δεν ασκεί καθόλου το μυαλό του και απλά και μόνο προσεύχεται για να κοπάσει ο «στρατηγός άνεμος» ή να ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού και να σωθεί η κατάσταση «από μηχανής»;
Πρώτα πρώτα, ας αναρωτηθούμε για το ρόλο του στρατού. Δεν υπάρχει η δυνατότητα για εντατικές περιπολίες στα δάση και τα βουνά όσων ροχαλίζουν στα στρατόπεδα, ώστε να πραγματοποιείται μέσες άκρες και αυτό που λέμε «υπηρετώ την πατρίδα»; Εντατικά όμως, και σε συνεργασία με την Πυροσβεστική, την Αστυνομία, ακόμα και τη νεοσύστατη και πολύφερνη Αγροφυλακή. Με οργάνωση και μεθοδικότητα, με παρατηρητήρια, με φυλάκια και προπάντων με ασταμάτητες περιπολίες, τόσοι άνθρωποι κατάλληλα εκπαιδευμένοι θα μπορούσαν να εντοπίζουν επίδοξους εμπρηστές ή τουλάχιστον τις πρώτες φλόγες, ώστε να αποτρέπεται ούτως ή άλλως το κακό.
Αντίθετα, βλέπουμε ότι όχι μόνο ο στρατός δεν αξιοποιείται με τον λυσιτελέστερο τρόπο, αλλά επιπλέον υπάρχει τέτοια ασυνεννοησία μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας, ώστε να μη μπορεί να παράσχει ούτε και τις πιο απλές υπηρεσίες, όπως τις υδροφόρες του. Σε επίπεδο ηγεσίας, φαίνεται ότι οι προεστώτες της Πυροσβεστικής δεν θέλουν να θίγεται επ’ ουδενί το κύρος τους και απορρίπτουν ή δε ζητούν την ανάλογη βοήθεια, ζημιώνοντας έτσι αυτούς που υποτίθεται ότι υπηρετούν: τον τόπο και τους πολίτες. Και σε γενικές γραμμές δεν φαίνεται να υπάρχει ένα κέντρο συντονισμού, από όπου επιτέλους θα μπορούσαν να δοθούν κατευθύνσεις, να μοιραστούν περιοχές ευθύνης και δράσης και να φανεί ότι κάτι λειτουργεί σε αυτόν τον έρμο τόπο σωστά και οργανωμένα.
Αφήνοντας αυτή τη φαγωμάρα των ανευθυνοϋπεύθυνων (εν πολλοίς διορισμένων κομματανθρώπων με ειδικότητα στη χρήση της γλώσσας και την κάμψη της μέσης), μπορούμε να εστιάσουμε σε δύο άλλες πληγές αυτού του «κρατικού μηχανισμού», πάντα στον τομέα της πρόληψης. Ακούμε συχνά πυκνά – κυρίως μετά από αντίστοιχες καταστροφές – για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι ζώνες πυρασφάλειας. Ζώνες ακούμε και ζώνες δε βλέπουμε. Είναι επαρκείς αυτές που υπάρχουν; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα. Οπότε, γιατί δεν ανοίγονται περισσότερες; Είναι δύσκολη υπόθεση; Ή, πράγμα πιθανότερο, κολλάει στη γραφειοκρατία και κωλυσιεργία του «κρατικού μηχανισμού»;
Η άλλη πληγή είναι ο απαιτούμενος αριθμός πυροσβεστών για να λειτουργεί το Σώμα με πληρότητα. Ας μην υπολογίσουμε αεροπλάνα και ελικόπτερα, σε χρήση ή καθηλωμένα. Χρειάζονται περίπου 3000 πυροσβέστες ακόμα. Και τι γίνεται; Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες αχρείαστοι σε διάφορες απίθανες δημόσιες θέσεις, μπορεί να διορίζονται ασύστολα τα χρωματιστά παιδιά της εκάστοτε Πολιτείας, αλλά εκεί που υπάρχει ανάγκη και η ολιγωρία δε συγχωρείται, ο «κρατικός μηχανισμός» κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Και βλέπουμε να κυκλοφορούν τώρα, τέλος Αυγούστου, προκηρύξεις για εποχιακούς στο Δασαρχείο. Τώρα, κατόπιν εορτής. Χαίρε βάθος του «κρατικού μηχανισμού» απροσμέτρητον!
Και αφού τακτοποιηθεί το θέμα της πρόληψης, καιρός να δούμε και τη θεραπεία. Το ίδιο το δάσος που καίγεται θα καταφέρει και από μόνο του, όπως λένε οι ειδικοί, να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του μέσα σε μια δεκαετία. Το ζητούμενο όμως είναι να το αφήσουν οι διάφοροι ευνοούμενοι του «κρατικού μηχανισμού» να αναστηθεί. Να του αφήσουν δηλαδή το χώρο που του ανήκει ελεύθερο για να ξαναϋπάρξει δάσος στη θέση του δάσους. Και όχι να δούμε σε λίγο καιρό να υψώνονται μπετά και να ανοίγονται πισίνες από κωλοπετσωμένους εργολάβους που εκτελούν εντολές διαπλεκόμενων νεόπλουτων. Αυστηρότατος έλεγχος των καμένων περιοχών και όποιος συλληφθεί να βάζει έστω και ένα μαντάλι, απ’ ευθείας στον Εισαγγελέα. Μαζί και όποιος σφράγισε την πιθανή άδεια για την εγκληματική αυτή πράξη.
Και καταλήγουμε στο ζητούμενο: σε αυτόν τον απρόσωπο «κρατικό μηχανισμό». Που όμως δεν είναι απρόσωπος, αλλά αποτελείται από συγκεκριμένα πρόσωπα που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Από τα μεγαλύτερα κεφάλια ως τα μικρότερα. Από τον Υπουργό που κρατούσε ένα πυροσβεστικό όχημα έξω από το σπίτι του στην Εκάλη, αντί να το στείλει στα φλεγόμενα, ως τους προϊσταμένους της Πολεοδομίας που νομιμοποιούν τα αυθαίρετα και τους αντίστοιχους της ΔΕΗ που δίνουν ρεύμα, μέχρι και τους δικαστές που αθωώνουν κάποιον εμπρηστή ή κάποιον δημόσιο λειτουργό που παραβαίνει το νόμο. Όλοι όσοι συναπαρτίζουν αυτόν τον «κρατικό μηχανισμό» που δυσλειτουργεί σε βάρος αυτών για τους οποίους ακριβώς έχει συσταθεί, είναι συνυπεύθυνοι για τις κατά καιρούς τραγωδίες που βιώνει ο τόπος. Και ούτε συζήτηση, ούτε καν σκέψη, να παραιτηθεί ή να πάει φυλακή κάποιος από αυτούς.
Πηγαίνει κάποτε κάποιος (όχι από την Ελλάδα, από πολύ πολύ μακριά από δω) σε έναν Γέροντα. «Γέροντα», του λέει, «το σπίτι μου γέμισε ποντίκια, κάνε σε παρακαλώ μια προσευχή». « Εγώ θα κάνω», του λέει ο Γέροντας, «αλλά καλού κακού, πάρε κι εσύ μια γάτα»! Γέμισε ποντίκια αυτός ο τόπος. Παραβρώμισε. Και ποιος θα πάρει μια γάτα για να τον ξεμαγαρίσει; Οι γάτες με πέταλα που εξουσιάζουν και βγαίνουν στις τηλεοράσεις χωρίς να ξέρουν τι να πουν και τι να κάνουν; Ή οι αρουραίοι που λυμαίνονται υπογείως το δημόσιο χρήμα; Και έτσι, ανενόχλητοι οι αετονύχηδες, μας παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι. Κι αφού δε δουλεύει ούτε το μυαλό μας, ούτε τα χέρια μας (ιδίως στις εκλογές), μας απομένει μόνο η προσευχή. Όχι στην Ελλάδα, κάπου αλλού, πολύ πολύ μακριά από δω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου